σύνεση: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύνεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[ξύνεσις]] Α [[συνίημι]]<br />[[φρόνηση]], [[περίσκεψη]], [[σωφροσύνη]] βασισμένη στη σωστή [[κρίση]] (α. «στην [[αντιμετώπιση]] κρίσιμων προβλημάτων έδειξε [[σύνεση]] και [[αποφασιστικότητα]]» β. «[[σύνεσις]] [[πολιτική]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «[[σύνεσις]] φρενῶν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σχήμα]] [[κατά]] σύνεσιν» — το [[σχήμα]] [[κατά]] το νοούμενον, [[κατά]] το οποίο η [[συμφωνία]] όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με [[βάση]] αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]] («γενναῑος [[παλαιστής]], [[μέγας]] ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)<br /><b>2.</b> [[έννοια]], [[σημασία]] («ἐπὶ τῷ [[γνῶναι]] καὶ ὑμῡς τοῡ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)<br /><b>3.</b> [[ένστικτο]] («τὴν ἐν αὐτοῑς | |mltxt=η / [[σύνεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[ξύνεσις]] Α [[συνίημι]]<br />[[φρόνηση]], [[περίσκεψη]], [[σωφροσύνη]] βασισμένη στη σωστή [[κρίση]] (α. «στην [[αντιμετώπιση]] κρίσιμων προβλημάτων έδειξε [[σύνεση]] και [[αποφασιστικότητα]]» β. «[[σύνεσις]] [[πολιτική]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «[[σύνεσις]] φρενῶν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σχήμα]] [[κατά]] σύνεσιν» — το [[σχήμα]] [[κατά]] το νοούμενον, [[κατά]] το οποίο η [[συμφωνία]] όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με [[βάση]] αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]] («γενναῑος [[παλαιστής]], [[μέγας]] ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)<br /><b>2.</b> [[έννοια]], [[σημασία]] («ἐπὶ τῷ [[γνῶναι]] καὶ ὑμῡς τοῡ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)<br /><b>3.</b> [[ένστικτο]] («τὴν ἐν αὐτοῑς τοῖς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)<br /><b>4.</b> [[απόφαση]] («[[κατά]] γε τὴν τοῡ λαοῡ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)<br /><b>5.</b> [[συγκατάθεση]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> [[υπόταξη]], [[συνδυασμός]] προτάσεων<br /><b>7.</b> (ως τιμητική [[προσφώνηση]]) η [[σωφροσύνη]] σου («τὰ γραφέντα [[παρά]] τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η αντιληπτική [[ικανότητα]], η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα [[κανείς]] [[κάτι]] σε [[αντιδιαστολή]] [[πρός]] τη [[σοφία]], τη [[γνώση]] της αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ [[βουλῆς]] Δανιήλ», Ιουστίν.<br />β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποταμούς ή γραμμές) [[συνάντηση]], [[συμβολή]]<br /><b>2.</b> η [[συνείδηση]] («οὐδεὶς [[οὕτως]] [[οὔτε]] [[μάρτυς]] ἐστὶ φοβερὸς [[οὔτε]] [[κατήγορος]] δεινὸς ὡς ἡ [[σύνεσις]] ἡ ἐγκατοικοῡσα ταῑς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)<br /><b>3.</b> η [[γνώση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[άγνοια]]<br /><b>4.</b> [[κλάδος]] τέχνης ή επιστήμης<br /><b>5.</b> [[αναφορά]], [[έκθεση]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύνεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[ξύνεσις]] Α [[συνίημι]]<br />[[φρόνηση]], [[περίσκεψη]], [[σωφροσύνη]] βασισμένη στη σωστή [[κρίση]] (α. «στην [[αντιμετώπιση]] κρίσιμων προβλημάτων έδειξε [[σύνεση]] και [[αποφασιστικότητα]]» β. «[[σύνεσις]] [[πολιτική]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «[[σύνεσις]] φρενῶν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σχήμα]] [[κατά]] σύνεσιν» — το [[σχήμα]] [[κατά]] το νοούμενον, [[κατά]] το οποίο η [[συμφωνία]] όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με [[βάση]] αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]] («γενναῑος [[παλαιστής]], [[μέγας]] ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)<br /><b>2.</b> [[έννοια]], [[σημασία]] («ἐπὶ τῷ [[γνῶναι]] καὶ ὑμῡς τοῡ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)<br /><b>3.</b> [[ένστικτο]] («τὴν ἐν αὐτοῑς | |mltxt=η / [[σύνεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[ξύνεσις]] Α [[συνίημι]]<br />[[φρόνηση]], [[περίσκεψη]], [[σωφροσύνη]] βασισμένη στη σωστή [[κρίση]] (α. «στην [[αντιμετώπιση]] κρίσιμων προβλημάτων έδειξε [[σύνεση]] και [[αποφασιστικότητα]]» β. «[[σύνεσις]] [[πολιτική]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «[[σύνεσις]] φρενῶν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σχήμα]] [[κατά]] σύνεσιν» — το [[σχήμα]] [[κατά]] το νοούμενον, [[κατά]] το οποίο η [[συμφωνία]] όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με [[βάση]] αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]] («γενναῑος [[παλαιστής]], [[μέγας]] ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)<br /><b>2.</b> [[έννοια]], [[σημασία]] («ἐπὶ τῷ [[γνῶναι]] καὶ ὑμῡς τοῡ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)<br /><b>3.</b> [[ένστικτο]] («τὴν ἐν αὐτοῑς τοῖς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)<br /><b>4.</b> [[απόφαση]] («[[κατά]] γε τὴν τοῡ λαοῡ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)<br /><b>5.</b> [[συγκατάθεση]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> [[υπόταξη]], [[συνδυασμός]] προτάσεων<br /><b>7.</b> (ως τιμητική [[προσφώνηση]]) η [[σωφροσύνη]] σου («τὰ γραφέντα [[παρά]] τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η αντιληπτική [[ικανότητα]], η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα [[κανείς]] [[κάτι]] σε [[αντιδιαστολή]] [[πρός]] τη [[σοφία]], τη [[γνώση]] της αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ [[βουλῆς]] Δανιήλ», Ιουστίν.<br />β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποταμούς ή γραμμές) [[συνάντηση]], [[συμβολή]]<br /><b>2.</b> η [[συνείδηση]] («οὐδεὶς [[οὕτως]] [[οὔτε]] [[μάρτυς]] ἐστὶ φοβερὸς [[οὔτε]] [[κατήγορος]] δεινὸς ὡς ἡ [[σύνεσις]] ἡ ἐγκατοικοῡσα ταῑς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)<br /><b>3.</b> η [[γνώση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[άγνοια]]<br /><b>4.</b> [[κλάδος]] τέχνης ή επιστήμης<br /><b>5.</b> [[αναφορά]], [[έκθεση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
Greek Monolingual
η / σύνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α συνίημι
φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ.
γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «σχήμα κατά σύνεσιν» — το σχήμα κατά το νοούμενον, κατά το οποίο η συμφωνία όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με βάση αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο
μσν.
1. ικανότητα, δεξιότητα («γενναῑος παλαιστής, μέγας ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)
2. έννοια, σημασία («ἐπὶ τῷ γνῶναι καὶ ὑμῡς τοῡ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)
3. ένστικτο («τὴν ἐν αὐτοῑς τοῖς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)
4. απόφαση («κατά γε τὴν τοῡ λαοῡ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)
5. συγκατάθεση
6. γραμμ. υπόταξη, συνδυασμός προτάσεων
7. (ως τιμητική προσφώνηση) η σωφροσύνη σου («τὰ γραφέντα παρά τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
η αντιληπτική ικανότητα, η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα κανείς κάτι σε αντιδιαστολή πρός τη σοφία, τη γνώση της αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ βουλῆς Δανιήλ», Ιουστίν.
β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)
αρχ.
1. (για ποταμούς ή γραμμές) συνάντηση, συμβολή
2. η συνείδηση («οὐδεὶς οὕτως οὔτε μάρτυς ἐστὶ φοβερὸς οὔτε κατήγορος δεινὸς ὡς ἡ σύνεσις ἡ ἐγκατοικοῡσα ταῑς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)
3. η γνώση, σε αντιδιαστολή προς την άγνοια
4. κλάδος τέχνης ή επιστήμης
5. αναφορά, έκθεση.
Greek Monolingual
η / σύνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α συνίημι
φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ.
γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «σχήμα κατά σύνεσιν» — το σχήμα κατά το νοούμενον, κατά το οποίο η συμφωνία όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με βάση αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο
μσν.
1. ικανότητα, δεξιότητα («γενναῑος παλαιστής, μέγας ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)
2. έννοια, σημασία («ἐπὶ τῷ γνῶναι καὶ ὑμῡς τοῡ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)
3. ένστικτο («τὴν ἐν αὐτοῑς τοῖς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)
4. απόφαση («κατά γε τὴν τοῡ λαοῡ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)
5. συγκατάθεση
6. γραμμ. υπόταξη, συνδυασμός προτάσεων
7. (ως τιμητική προσφώνηση) η σωφροσύνη σου («τὰ γραφέντα παρά τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
η αντιληπτική ικανότητα, η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα κανείς κάτι σε αντιδιαστολή πρός τη σοφία, τη γνώση της αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ βουλῆς Δανιήλ», Ιουστίν.
β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)
αρχ.
1. (για ποταμούς ή γραμμές) συνάντηση, συμβολή
2. η συνείδηση («οὐδεὶς οὕτως οὔτε μάρτυς ἐστὶ φοβερὸς οὔτε κατήγορος δεινὸς ὡς ἡ σύνεσις ἡ ἐγκατοικοῡσα ταῑς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)
3. η γνώση, σε αντιδιαστολή προς την άγνοια
4. κλάδος τέχνης ή επιστήμης
5. αναφορά, έκθεση.