συνίστωρ: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες [[ἔστε]], Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες [[ἔστε]], Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />témoin : τινος <i>ou</i> [[τι]] de qch (<i>cf.</i> [[συνειδέναι]]).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴστωρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνίστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, [[εἶναι]] μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς [[ῥῆμα]]), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. [[φύξιμος]]. | |lstext='''συνίστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, [[εἶναι]] μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς [[ῥῆμα]]), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. [[φύξιμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph.1293, cf. Ant.542, E.Supp.1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.). 2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα . . κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag.1090 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1027] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
témoin : τινος ou τι de qch (cf. συνειδέναι).
Étymologie: σύν, ἴστωρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων ὁμοῦ μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, εἶναι μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς ῥῆμα), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. φύξιμος.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ ἵστωρ
1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.)
2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. εκείνος που έχει συνείδηση μιας πράξης, που συναισθάνεται μια πράξη («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», Πολ.)
2. αυτός που είναι παρών σε κάτι, μάρτυρας («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων λύχνον», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που γνωρίζει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο, γνώστης, συνειδητοποιημένος· ὡς θεοὶ ξυνίστορες, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με αιτ. (οπότε συντάσσεται ως ρήμα), πολλὰ συνίστορα κακά, αυτός που είναι γνώστης πολλών συμφορών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνίστωρ: ορος ὁ и ἡ совместно видевший, свидетель (τι Aesch. и τινός Polyb., Anth.; ξυνίστορες ἔστε Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνίστωρ -ορος, Att. ook ξυνίστωρ [σύν, ἵστωρ] mede-wetend; subst. getuige.
Middle Liddell
συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,
1. knowing along with another, conscious, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.
2. c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά conscious of many evils, Aesch.