ἄτρακτος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἄτρακτος]])<br /><b>1.</b> [[αδράχτι]]<br /><b>2.</b> διάφορα εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αδραχτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το κύριο [[μέρος]] του αεροσκάφους (σε [[σχήμα]] ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> ατρακτοειδές [[σκεύος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ομοιότητα]] της λ. [[άτρακτος]] με το αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[αδράχτι]]» οδηγεί στην [[άποψη]] ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]», αντίστοιχο του λατ. <i>torque</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατρεκής]]). Κατά [[συνέπεια]], ο τ. [[άτρακτος]] σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>το</i> με <i>α</i>- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. [[άτρακτος]], [[συνήθως]] αρσενικού γένους, [[σπανίως]] δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με [[σημασία]] «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηλακάτη]]), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το [[βέλος]]». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως [[τεχνικός]] όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «[[είδος]] καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο [[μέρος]] του ιστού του πλοίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατρακίδα]] (-<i>ίς</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ατράκτιο</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ατρακτοειδής]]].
|mltxt=η (Α [[ἄτρακτος]])<br /><b>1.</b> [[αδράχτι]]<br /><b>2.</b> διάφορα εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αδραχτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το κύριο [[μέρος]] του αεροσκάφους (σε [[σχήμα]] ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> ατρακτοειδές [[σκεύος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ομοιότητα]] της λ. [[άτρακτος]] με το αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[αδράχτι]]» οδηγεί στην [[άποψη]] ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]», αντίστοιχο του λατ. <i>torque</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» ([[πρβλ]]. [[ατρεκής]]). Κατά [[συνέπεια]], ο τ. [[άτρακτος]] σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>το</i> με <i>α</i>- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. [[άτρακτος]], [[συνήθως]] αρσενικού γένους, [[σπανίως]] δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με [[σημασία]] «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]» ([[πρβλ]]. [[ηλακάτη]]), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το [[βέλος]]». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως [[τεχνικός]] όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «[[είδος]] καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο [[μέρος]] του ιστού του πλοίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατρακίδα]] (-<i>ίς</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ατράκτιο</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ατρακτοειδής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρακτος Medium diacritics: ἄτρακτος Low diacritics: άτρακτος Capitals: ΑΤΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: átraktos Transliteration B: atraktos Transliteration C: atraktos Beta Code: a)/traktos

English (LSJ)

. and in Plu.2.271f, ἡ:—A spindle, ἄτρακτον στρέφειν Hdt.5.12, cf. 4.34,162, Pl.Plt.281e, etc.; λίνου μεστὸν ἄ. Ar.Ra.1348 (lyr.); Ἀνάγκης ἄ. Pl.R.616c; τῶν Μοιρῶν Arist.Mu.401b15, cf.IG 12(7).447 (Amorgos). II arrow, ἄ. τοξικός A.Fr.139; . alone, S.Ph.290, Tr.714. In this sense specially Lacon., Th.4.40. III upper part of a ship's mast, Poll.1.91. IV spindle-shaped cautery, Hp.Int.28, Vid.Ac.4. (Cf. ἀτρεκής, Lat. torqueo.)

German (Pape)

[Seite 388] ὁ (Plut. qu. Rom. 31 steht ἠλακάτην καὶ τὴν ἄτρακτον schwerlich richtig; de S. N. V. 22 steht οἱ ἄτρακτοι), 1) die Spindel, Her. 5, 12; Plat. Polit. 281 e u. Folgde; πολυλινής Archi. 11 (VI, 39); Ἀνάγκης Plat. Rep. X, 616 c; übh. worum sich etwas dreht. – 2) Pfeil, von der ähnlichen Gestalt, Aesch. frg. 116; Soph. Phil. 290 Tr. 711; ἀτράκτων τοξόται Eur. Rhes. 312; auch in Prosa; Thuc. 4, 40 steht aber bei τὸν ἄτρακτον – λέγων τὸν ὀϊστόν, also vielleicht lakon.; vgl. ἠλακάτη. – 3) nach Poll. 1, 91 der oberste Theil der Segelstange.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 fuseau;
2 flèche.
Étymologie: ἀ p. ἀμφί et pê τρέπω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Morfología: [fem. ἡ ἄ. Plu.2.271f]
1 huso (πλόκαμον) περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι Hdt.4.34, ἄτρακτος χρύσεος Hdt.4.162, ἡ γυνὴ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12, cf. Pl.Plt.282e, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ar.Ra.1348, cf. Lys.568, 571, γυνὴ ἐξεπίεσε λίθον ὅσον σπόνδυλον ἀτράκτου Hp.Epid.5.25, cf. Thphr.HP 3.16.4, IG 22.1464.16, 17 (Ática IV a.C.), LXX Pr.31.19, cf. Plu.l.c., Nonn.D.33.272
mit. utilizado por Ἀνάγκη Pl.R.616c, cf. 617c, Plot.2.3.9, 15, 3.4.6, por las Moiras, Arist.Mu.401b15, ὦ Μοίρας ἄτρυτοι ἀνανκαστῆρες ἄτρακτοι IG 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.), cf. Luc.IConf.1, Philops.25, Μοιριδίης ... ἄτρακτος ἀνάγκης Nonn.D.2.678.
2 ciruj. cauterio καῦσαι χρὴ ... πυξίνοις ἀτράκτοισι Hp.Int.28, cf. Vid.Ac.4.
3 flecha, dardo πληγέντ' ἀτράκτῳ τοξικῷ τὸν αἰετὸν A.Fr.139.2, νευροσπαδὴς ἄ. S.Ph.290, τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα S.Tr.714, πολλοὶ δ' ἀτράκτων τοξόται E.Rh.312, ἀπεκρίνατο ... ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν οἰστόν Th.4.40, (Ἔρως) ἰάλλει ἄτρακτον AP 5.188 (Leon.), cf. Opp.H.4.38, Epic.Alex.Adesp.SHell.939.1, Agath.2.9.4.
4 cofa de un navío (καλεῖται) τὸ δὲ ὑπὲρ τὴν κεραίαν ἄτρακτος Poll.1.91.
• Etimología: Rel. c. ai. tarku- ‘rueca’, lat. torqueo de una raíz *trek- / trok- c. pérdida del apéndice labial de la k- en gr., cf. tb. alb. tjerr- ‘hilar’.

Greek Monolingual

η (Α ἄτρακτος)
1. αδράχτι
2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού
νεοελλ.
το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων
αρχ.
1. βέλος
2. ατρακτοειδές σκεύος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ομοιότητα της λ. άτρακτος με το αρχ. ινδ. tarku- «αδράχτι» οδηγεί στην άποψη ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημασία «στρέφω, γυρίζω», αντίστοιχο του λατ. torqueō «στρέφω» (πρβλ. ατρεκής). Κατά συνέπεια, ο τ. άτρακτος σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα + επίθημα -το με α- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. άτρακτος, συνήθως αρσενικού γένους, σπανίως δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με σημασία «ρόκα, αδράχτι» (πρβλ. ηλακάτη), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το βέλος». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως τεχνικός όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «είδος καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο μέρος του ιστού του πλοίου».
ΠΑΡ. ατρακίδα (-ίς)
αρχ.-μσν.
ατράκτιο].
ΣΥΝΘ. ατρακτοειδής].

Greek Monotonic

ἄτρακτος: ὁ,
I. αδράχτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. βέλος, σε Σοφ.· πρβλ. ἠλακάτη· (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἄτρακτος:
1) (Plut. ἡ) веретено Her., Arph., Plat., Arst.;
2) стрела Aesch., Soph., Thuc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (f.)
Meaning: spindle (Hdt.), also arrow (S., acc. Th. 4, 40 Laconian).
Other forms: ἄδρακτος H. (LSJ Supp.), Gloss.
Derivatives: ἀτρακτυλ(λ)ίς, -ίδος spindle-thistel, Carthamus lanatus (Arist.). ἀτρακίς kind of thistle (Strömberg Pflanz. 105).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Compared with Skt. tarku- spindle. The connection with Lat. torqueo, and now Myc. toroqejomeno \/trokʷeiomenos\/, is impossible (it would have given π, not κ with Schwyzer 299). The ending has been compared with στρατός, σπάρτον, but remains strange. The ἀ- would also remain unexplained. - Unclear also Alb. tjerr to spin. So rather a loan (from the substr.); perh. confirmed by ἄδρακτος and ἀτρακίς, if the variation κ\/κτ is old and not due to simplification; for -τος cf. ἄσφαλτος and Chantr. Form. 300f. Skt. tarku- will be unrelated. - Not to ἀτρεκής.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
I. a spindle, Hdt., Ar., etc.
II. an arrow, Soph.; cf. ἠλακάτη.

Frisk Etymology German

ἄτρακτος: {átraktos}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Spindel (Hdt., Pl., Ar., Arist. usw.), auch Pfeil (S.; ἄ. τοξικός A. Fr. 139), nach Th. 4, 40 lakonisch.
Derivative: Deminutivum ἀτράκτιον (Epic. anon. in Arch. Pap. 7, 9, Fr. 10; auch POxy. 14, 1740, 2). Ferner ἀτρακτυλ(λ)ίς, -ίδος Spindeldistel (Arist., Thphr., Theok. u. a.); zur Bildung vgl. Schwyzer 485, Chantraine Formation 252, Leumann Glotta 32, 214ff.
Etymology : Die Ähnlichkeit mit ai. tarku- Spindel springt in die Augen. Beiden Wörtern scheint ein (nirgends belegtes) primäres Verb der Bedeutung drehen, winden zugrunde zu liegen, zu dem lat. torqueo ein Intensivum darstellt (Leumann Lat. Gramm. 318). Wie in στρατός, σπάρτον u. a. ist in ἄτρακτος der Tiefstufe ein το-Suffix hinzugefügt worden, vgl. Chantraine Formation 300f. Anl. ἀ- bleibt wie oft dunkel. Gr. κ gegenüber lat. qu in torqueo ist regelmäßig, wenn man mit Schwyzer 299 gr. κ aus idg. q vor Konsonant entstanden sein läßt oder mit Walde lat. qu in velares q + -Suffix zerlegt; letzteres jedenfalls etwas fraglich. — Hierher u. a. noch alb. tjerr spinnen (Pedersen Zur tocharischen Sprachgeschichte 19; sehr zweifelhaft dagegen das daselbst angeführte toch. tsärk- quälen); weitere Verwandte bei WP. 1, 735, W.-Hofmann s. torqueo. — Vgl. ἀτρεκής.
Page 1,180

English (Woodhouse)

arrow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)