είλω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἴλω]] και εἰλῶ (-έω) και [[ἴλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περικλείω]], [[πιέζω]]<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[εγκλείω]], [[καλύπτω]], [[προστατεύω]] («ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον [[ἦτορ]] ἔλσας», Καλλίνος)<br /><b>4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] (π.χ. ελιές ή σταφύλια)<br /><b>5.</b> (για άνθρωπο ή ζώο) [[συστέλλω]], [[μαζεύω]] το [[σώμα]], [[ζαρώνω]]<br /><b>6.</b> [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]<br /><b>7.</b> [[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], περιφέρομαι<br /><b>8.</b> [[περιτυλίσσω]] [[σφιχτά]] («τὴν μηλωτὴν εἰλήσας», ΠΔ)<br /><b>9.</b> [[δένω]] [[γερά]] («δεσμοῑς ἰλλόμενος»)<br /><b>10.</b> [[είμαι]] [[συνηθισμένος]], [[οικείος]] («τῶν δ' ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων τοῑσι ἀνθρώποισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>ειλώ</i> με [[σημασία]] «[[πιέζω]]» ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[πιέζω]], ωθώ, [[εγκλείω]]». Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ειλέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fελνέω</i>) συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>απελλείν</i><br />αποκλείειν», όπου το διπλό <i>λ</i> θα ερμηνευόταν ως αιολισμός. Οι παράλληλοι ρηματικοί τύποι <i>είλλω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>- <i>Fέλνω</i> με προθηματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>) και [[ίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fί</i>-<i>Fλω</i>) οφείλονται σε [[σύγχυση]] με τους αντίστοιχους τύπους <i>είλλω</i>, [[ίλλω]] που συνδέονται με το <i>ειλώ</i> με [[σημασία]] «[[στρέφω]]». Από το μεγάλο [[πλήθος]] ΙΕ λέξεων που ανάγονται στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- μόνο μερικοί βαλτοσλαβικοί τύποι θα ήταν δυνατόν να συνδεθούν με τους ελληνικούς ([[πρβλ]]. ρωσ. <i>zaval</i> «[[φραγμός]], [[πύλη]]» που αντιστοιχεί σε ελλ. τ. <i>Fήλημα</i>, αρχ. σλαβ. <i>velĭmi</i> «πολύ», λιθ. <i>veliu</i>, <i>velti</i> «[[πατώ]]». Με τη [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[περιτυλίσσω]]» το <i>ειλώ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fελ</i>-<i>νέω</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» ([[πρβλ]]. [[ειλύω]]), με την οποία [[άλλωστε]] συνδέονται και άλλοι τύποι ([[πρβλ]]. [[έλιξ]], <i>έλμις</i>, πιθ. [[ελάνη]], [[ευλή]], <i>όλμος</i>, [[ούλος]]). Ο [[παράλληλος]] αναδιπλασιασμένος [[ενεστωτικός]] τ. [[ίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>ι</i>-<i>Fλω</i>) αποδόθηκε στη [[γραφή]] και ως [[είλω]], <i>είλλω</i>. Οι τύποι [[ειλέω]], <i>είλλω</i>, [[ίλλω]], με τη [[σημασία]] «[[στρέφω]]», συμπίπτουν μορφολογικά με τα [[ειλέω]], <i>είλλω</i>, [[ίλλω]] που σημαίνουν «ωθώ, [[σπρώχνω]]» [[έτσι]] ώστε να εμφανίζεται και [[κάποιος]] [[εννοιολογικός]] [[συσχετισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[είλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειληδόν]], [[είλησις]], [[είλιγγος]], <i>είλιγξ</i><br />(αρχ.- μσν.) <i>ειλητάριον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό, -<i>ειλώ</i>) <b>αρχ.</b> [[διειλώ]], [[ενειλώ]], [[εξειλώ]], <i>επειλώ</i>, [[κατειλώ]], [[παρειλώ]], [[περιειλώ]]. (Β' συνθετικό, -[[ίλλω]]) <b>αρχ.</b> [[ενίλλω]], [[κατίλλω]], <i>παρίλλω</i>, <i>περίλλω</i>].
|mltxt=[[εἴλω]] και εἰλῶ (-έω) και [[ἴλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περικλείω]], [[πιέζω]]<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[εγκλείω]], [[καλύπτω]], [[προστατεύω]] («ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον [[ἦτορ]] ἔλσας», Καλλίνος)<br /><b>4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] (π.χ. ελιές ή σταφύλια)<br /><b>5.</b> (για άνθρωπο ή ζώο) [[συστέλλω]], [[μαζεύω]] το [[σώμα]], [[ζαρώνω]]<br /><b>6.</b> [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]<br /><b>7.</b> [[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], περιφέρομαι<br /><b>8.</b> [[περιτυλίσσω]] [[σφιχτά]] («τὴν μηλωτὴν εἰλήσας», ΠΔ)<br /><b>9.</b> [[δένω]] [[γερά]] («δεσμοῑς ἰλλόμενος»)<br /><b>10.</b> [[είμαι]] [[συνηθισμένος]], [[οικείος]] («τῶν δ' ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων τοῖσι ἀνθρώποισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>ειλώ</i> με [[σημασία]] «[[πιέζω]]» ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[πιέζω]], ωθώ, [[εγκλείω]]». Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ειλέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fελνέω</i>) συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>απελλείν</i><br />αποκλείειν», όπου το διπλό <i>λ</i> θα ερμηνευόταν ως αιολισμός. Οι παράλληλοι ρηματικοί τύποι <i>είλλω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>- <i>Fέλνω</i> με προθηματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>) και [[ίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fί</i>-<i>Fλω</i>) οφείλονται σε [[σύγχυση]] με τους αντίστοιχους τύπους <i>είλλω</i>, [[ίλλω]] που συνδέονται με το <i>ειλώ</i> με [[σημασία]] «[[στρέφω]]». Από το μεγάλο [[πλήθος]] ΙΕ λέξεων που ανάγονται στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- μόνο μερικοί βαλτοσλαβικοί τύποι θα ήταν δυνατόν να συνδεθούν με τους ελληνικούς ([[πρβλ]]. ρωσ. <i>zaval</i> «[[φραγμός]], [[πύλη]]» που αντιστοιχεί σε ελλ. τ. <i>Fήλημα</i>, αρχ. σλαβ. <i>velĭmi</i> «πολύ», λιθ. <i>veliu</i>, <i>velti</i> «[[πατώ]]». Με τη [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[περιτυλίσσω]]» το <i>ειλώ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fελ</i>-<i>νέω</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» ([[πρβλ]]. [[ειλύω]]), με την οποία [[άλλωστε]] συνδέονται και άλλοι τύποι ([[πρβλ]]. [[έλιξ]], <i>έλμις</i>, πιθ. [[ελάνη]], [[ευλή]], <i>όλμος</i>, [[ούλος]]). Ο [[παράλληλος]] αναδιπλασιασμένος [[ενεστωτικός]] τ. [[ίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>ι</i>-<i>Fλω</i>) αποδόθηκε στη [[γραφή]] και ως [[είλω]], <i>είλλω</i>. Οι τύποι [[ειλέω]], <i>είλλω</i>, [[ίλλω]], με τη [[σημασία]] «[[στρέφω]]», συμπίπτουν μορφολογικά με τα [[ειλέω]], <i>είλλω</i>, [[ίλλω]] που σημαίνουν «ωθώ, [[σπρώχνω]]» [[έτσι]] ώστε να εμφανίζεται και [[κάποιος]] [[εννοιολογικός]] [[συσχετισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[είλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειληδόν]], [[είλησις]], [[είλιγγος]], <i>είλιγξ</i><br />(αρχ.- μσν.) <i>ειλητάριον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό, -<i>ειλώ</i>) <b>αρχ.</b> [[διειλώ]], [[ενειλώ]], [[εξειλώ]], <i>επειλώ</i>, [[κατειλώ]], [[παρειλώ]], [[περιειλώ]]. (Β' συνθετικό, -[[ίλλω]]) <b>αρχ.</b> [[ενίλλω]], [[κατίλλω]], <i>παρίλλω</i>, <i>περίλλω</i>].
}}
}}

Revision as of 22:10, 24 May 2022

Greek Monolingual

εἴλω και εἰλῶ (-έω) και ἴλλω (Α)
1. περικλείω, πιέζω
2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.)
3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος)
4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια)
5. (για άνθρωπο ή ζώο) συστέλλω, μαζεύω το σώμα, ζαρώνω
6. μαζεύω, συγκεντρώνω
7. γυρίζω γύρω γύρω, περιφέρομαι
8. περιτυλίσσω σφιχτά («τὴν μηλωτὴν εἰλήσας», ΠΔ)
9. δένω γερά («δεσμοῑς ἰλλόμενος»)
10. είμαι συνηθισμένος, οικείος («τῶν δ' ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων τοῖσι ἀνθρώποισι», Ηρόδ.)
11. χτυπώ, πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ειλώ με σημασία «πιέζω» ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wel- «πιέζω, ωθώ, εγκλείω». Ο ενεστωτικός τ. ειλέω (< Fελνέω) συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «απελλείν
αποκλείειν», όπου το διπλό λ θα ερμηνευόταν ως αιολισμός. Οι παράλληλοι ρηματικοί τύποι είλλω (< ε- Fέλνω με προθηματικό φωνήεν ε) και ίλλω (< -Fλω) οφείλονται σε σύγχυση με τους αντίστοιχους τύπους είλλω, ίλλω που συνδέονται με το ειλώ με σημασία «στρέφω». Από το μεγάλο πλήθος ΙΕ λέξεων που ανάγονται στην ίδια ΙΕ ρίζα wel- μόνο μερικοί βαλτοσλαβικοί τύποι θα ήταν δυνατόν να συνδεθούν με τους ελληνικούς (πρβλ. ρωσ. zaval «φραγμός, πύλη» που αντιστοιχεί σε ελλ. τ. Fήλημα, αρχ. σλαβ. velĭmi «πολύ», λιθ. veliu, velti «πατώ». Με τη σημασία «στρέφω, περιτυλίσσω» το ειλώ < Fελ-νέω, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. ειλύω), με την οποία άλλωστε συνδέονται και άλλοι τύποι (πρβλ. έλιξ, έλμις, πιθ. ελάνη, ευλή, όλμος, ούλος). Ο παράλληλος αναδιπλασιασμένος ενεστωτικός τ. ίλλω (< (F)ι-Fλω) αποδόθηκε στη γραφή και ως είλω, είλλω. Οι τύποι ειλέω, είλλω, ίλλω, με τη σημασία «στρέφω», συμπίπτουν μορφολογικά με τα ειλέω, είλλω, ίλλω που σημαίνουν «ωθώ, σπρώχνω» έτσι ώστε να εμφανίζεται και κάποιος εννοιολογικός συσχετισμός.
ΠΑΡ. είλημα
αρχ.
ειληδόν, είλησις, είλιγγος, είλιγξ
(αρχ.- μσν.) ειλητάριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό, -ειλώ) αρχ. διειλώ, ενειλώ, εξειλώ, επειλώ, κατειλώ, παρειλώ, περιειλώ. (Β' συνθετικό, -ίλλω) αρχ. ενίλλω, κατίλλω, παρίλλω, περίλλω].