μήστωρ: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήστωρ]], -ορος και -ωρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον [[μήστωρ]]' ούδ' εἰ [[μάλα]] πολλὰ κάμοιτε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] και [[ιδίως]] στη [[μάχη]], ο [[εμπειροπόλεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] να μηχανεύεται ή να σοφίζεται [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επιτήδειος]] [[βοηθός]] χειρουργού<br /><b>6.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήστωρ</i><br />[[ένας]] από τους ήρωες της <i>Ιλιάδας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήδ</i>-<i>τωρ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μηδ</i>- του [[μήδομαι]] «έχω στον νου μου, [[τεχνάζομαι]]» με συριστικοποίηση του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- ([[πρβλ]]. [[πιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πιθ</i>-<i>τός</i>). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -[[μήστωρ]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μήστωρ]], -ορος και -ωρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον [[μήστωρ]]' ούδ' εἰ [[μάλα]] πολλὰ κάμοιτε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] και [[ιδίως]] στη [[μάχη]], ο [[εμπειροπόλεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] να μηχανεύεται ή να σοφίζεται [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επιτήδειος]] [[βοηθός]] χειρουργού<br /><b>6.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήστωρ</i><br />[[ένας]] από τους ήρωες της <i>Ιλιάδας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήδ</i>-<i>τωρ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μηδ</i>- του [[μήδομαι]] «έχω στον νου μου, [[τεχνάζομαι]]» με συριστικοποίηση του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- ([[πρβλ]]. [[πιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πιθ</i>-<i>τός</i>). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -[[μήστωρ]] ([[πρβλ]]. [[Αγομήστωρ]], [[Θεομήστωρ]], <i>Λεω</i>-[[μήστωρ]], <i>Πολυ</i>-[[μήστωρ]]) [[καθώς]] και σε θηλ. σε -<i>μήστρα</i> ([[πρβλ]]. [[Κλυταιμήστρα]], [[Υπερμήστρα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
ωρος (once ορος, v. infr. ΙΙ), ὁ, (μήδομαι) A adviser, counsellor, ὕπατος μήστωρ, of Zeus, Il.8.22, 17.339; θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, of Priam, 7.366; Patroclus, 17.477, Od.3.110; Neleus, 3.409; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.4.328; μήστωρα φόβοιο, of Diomedes, 6.278; of Patroclus, 23.16; μήστωρε φ., of the horses of Aeneas, 5.272, 8.108. 2 in Ion. Prose, skilled assistant to a surgeon, Hp.Mochl.38. II as Adj., μήστορι σιδάρῳ Tim. Pers.143.
German (Pape)
[Seite 178] ὁ, ωρος (μήδομαι), der Rather, Rathgeber, bes. der klugen Rath giebt, ersinnt; Ζῆν' ὕπατον μήστωρα, Il. 8, 22; oft von klugen Menschen, Πρίαμος u. anderen Heroen, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, den Göttern gleichwiegender, gleicher Rathgeber, 7, 366. 17, 477 Od. 3, 110 u. sonst; μήστωρ μάχης, der Berather, Lenker der Schlacht, Il. 17, 339, wie die Athener heißen μήστωρες ἀϋτῆς, die Schlachtenkundigen, 4, 328; auch von Patroklus u. Hektor, 16, 759, wie von Peirithous, 14, 318. Auch Pferde heißen μήστωρε φόβοιο, Il. 5, 272, Ersinner, Bewerkstelliger der Flucht; vgl. 8, 108; Diomedes μήστωρ φόβοιο, 6, 97, Hektor u. Patroklos, 12, 39. 23, 16, der Flucht zu erregen weiß. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μήστωρ: -ωρος, ὁ, (μήδομαι) πρόβουλος, προνοητής, ἐπόπτης, Ὅμ., παρ’ ᾧ ὁ Ζεὺς καλεῖται ὕπατος μήστωρ Ἰλ. Θ. 22., Ρ. 339· καὶ πᾶς ἄλλος διακρινόμενος ἐπὶ φρονήσει καὶ ἐπὶ συνετοῖς βουλεύμασιν, οἷον ὁ Πρίαμος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος Η. 366· ὁ Πάτροκλος, Ρ. 477, Ὀδ. Γ. 110· ὁ Νηλεύς, Γ. 409· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, ἐπιστήμονες ἢ ἔμπειροι μάχης, ἐμπειροπόλεμοι, Ἰλ. Δ. 328: ὁ μηχανώμενός τι, ἄξιος νὰ προξενῇ τι, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, ἐπὶ τοῦ Διομήδους, Ζ. 278· ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου, Ψ. 16· μήστωρε φόβοιο, ἐπὶ τῶν ἵππων τοῦ Αἰνείου, Ε. 272., Θ. 108. II. ὡς κύριον ὄνομα, Μήστωρ, γενικ. ορος, Ἰλ. Ω. 257.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
1 qui dirige, particul. conseiller sage, prudent;
2 qui inspire, qui excite.
Étymologie: μήδομαι.
English (Autenrieth)
ωρος (μήδομαι): counsellor, deviser; ὕπατος μήστωρ, Zeus, Il. 8.22 ; θεόφιν μ. ἀτάλαντος, of heroes with reference to their wisdom, Od. 3.110, 409; w. ref. to prowess, ἀῦτῆς, φόβοιο, ‘raiser’ of the battle-cry, ‘author’ of flight, Il. 4.328, Il. 6.97.
Greek Monolingual
μήστωρ, -ορος και -ωρος, ὁ (Α)
1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον μήστωρ' ούδ' εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του
3. αυτός που είναι έμπειρος σε κάτι και ιδίως στη μάχη, ο εμπειροπόλεμος
4. αυτός που είναι άξιος να μηχανεύεται ή να σοφίζεται κάτι
5. επιτήδειος βοηθός χειρουργού
6. ως κύριο όν. Μήστωρ
ένας από τους ήρωες της Ιλιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήδ-τωρ < θ. μηδ- του μήδομαι «έχω στον νου μου, τεχνάζομαι» με συριστικοποίηση του -δ- προ του -τ- (πρβλ. πιστός < πιθ-τός). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -μήστωρ (πρβλ. Αγομήστωρ, Θεομήστωρ, Λεω-μήστωρ, Πολυ-μήστωρ) καθώς και σε θηλ. σε -μήστρα (πρβλ. Κλυταιμήστρα, Υπερμήστρα)].
Greek Monotonic
μήστωρ: -ωρος, ὁ (μήδομαι), αυτός που παρέχει συμβουλές, σύμβουλος, σε Όμηρ.· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, οι πρωταίτιοι της δίνης της μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, λέγεται για τον Διομήδη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μήστωρ: ωρος ὁ
1) податель советов, советчик, наставник (Ζεὺς ὕπατος μ. Hom.): Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς Hom. афиняне, опытные в бою;
2) виновник, возбудитель: μ. φόβοιο Hom. нагоняющий страх.
Middle Liddell
μήστωρ, ωρος, ὁ, μήδομαι
an adviser, counsellor, Hom.; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.; κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, of Diomede, Il.