οἰοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[οἰοπόλος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[solitary]] “[[οἰοπόλος]] [[δαίμων]]” (P. 4.28)
|sltr=[[οἰοπόλος]] [[solitary]] “[[οἰοπόλος]] [[δαίμων]]” (P. 4.28)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοπόλος Medium diacritics: οἰοπόλος Low diacritics: οιοπόλος Capitals: ΟΙΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oiopólos Transliteration B: oiopolos Transliteration C: oiopolos Beta Code: oi)opo/los

English (LSJ)

ον, (οἶος, πέλομαι) of places, A lonely, ὄρεα Od.11.574; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377; of persons, solitary, unaccompanied, δαίμων Pi.P.4.28. II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep, Ἄρτεμις Id.Dith.2.19; Ἑρμῆς h.Merc.314; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)

Greek (Liddell-Scott)

οἰοπόλος: -ον, (οἶς, πολέω) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· χῶρος, σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· ἐντεῦθεν ἴσως προκύπτει ἡ σημασία μόνος, ἐρημικός, ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει οἰοπόλος δαίμων, μόνος, μονήρης, Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, Ἑρμῆς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· Ἀπόλλων Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui fait paître des brebis.
Étymologie: οἶς, πέλομαι.
2ος, ον :
solitaire, désert.
Étymologie: οἶος, πέλομαι.

English (Autenrieth)

(πέλομαι): lonely.

English (Slater)

οἰοπόλος solitaryοἰοπόλος δαίμων” (P. 4.28)

Greek Monolingual

(I)
οἰοπόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος
2. (για πρόσ.) μοναχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακροπόλος.
(II)
οἰοπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα
2. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιπποπόλος.

Greek Monotonic

οἰοπόλος: -ον (οἶς, πολέω),·
I. 1. αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.
2. μοναχικός, μονάχος, μόνος, ερημικός, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, βοσκός, ποιμένας, τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

οἰοπόλος: οἶος пустынный, безлюдный (οὔρεα, χῶρος Hom.).
οἶς пасущий овец (Ἑρμῆς HH).

Middle Liddell

οἰο-πόλος, ον, [οἶς, πολέω
I. traversed by sheep, Hom.
2. lonely, solitary, single, Pind.
II. act. tending sheep, Hhymn.