καρτερικός: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καρτερικός:'''<br /><b class="num">1)</b> выносливый (πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους Xen.; [[ἀνδρεῖος]] καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> терпеливый, упорный (κ. καὶ [[φιλόπονος]] Isocr.).
|elrutext='''καρτερικός:'''<br /><b class="num">1)</b> выносливый (πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους Xen.; [[ἀνδρεῖος]] καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[терпеливый]], [[упорный]] (κ. καὶ [[φιλόπονος]] Isocr.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:02, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερικός Medium diacritics: καρτερικός Low diacritics: καρτερικός Capitals: ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karterikós Transliteration B: karterikos Transliteration C: karterikos Beta Code: karteriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα X.Mem.1.2.1 (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distinguished from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. -κῶς ib. 1179b33, Marin.Procl.12.

German (Pape)

[Seite 1330] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ φιλόπονος Isocr. 2, 45; Ggstz μαλακός Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. καρτερία), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, αὐτόθι 10. 9. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς πρός τι capable de supporter qch;
Sp. καρτερικώτατος.
Étymologie: καρτερός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καρτερικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα
(«πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.)
2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται
3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καρτερικόν
η καρτερικότητα, η καρτερία
αρχ.
αυτός που ζητά από κάποιον υπομονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερῶ].

Greek Monotonic

καρτερικός: -ή, -όν (καρτερός), ικανός προς εγκαρτέρηση, υπομονετικός, σε Ξεν., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

καρτερικός:
1) выносливый (πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους Xen.; ἀνδρεῖος καὶ κ. Plut.);
2) терпеливый, упорный (κ. καὶ φιλόπονος Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερικός -ή -όν [καρτερός] volhardend:; ἀντίκειται... τῷ... μαλακῷ ὁ καρτερικός tegenover de slappeling staat de volhardende Aristot. EN 1150a33; in staat om iets te verdragen:. πρὸς χειμῶνα... καρτερικώτατος het meest bestand tegen winterse koude Xen. Mem. 1.2.1.

Middle Liddell

καρτερικός, ή, όν καρτερός
capable of endurance, patient, Xen., Arist.

English (Woodhouse)

enduring, patient

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)