κυμινοπρίστης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui scie un grain de cumin, <i>càd</i> ladre, avare;<br /><b>2</b> qui consiste à scier un grain de cumin, <i>càd</i> qui est le fait | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui scie un grain de cumin, <i>càd</i> ladre, avare;<br /><b>2</b> qui consiste à scier un grain de cumin, <i>càd</i> qui est le fait d'un avare.<br />'''Étymologie:''' [[κύμινον]], [[πρίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (πρίω) A cummin-splitter, i.e. skinflint, Arist. EN1121b27, Posidipp.26.12: as adjective, κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ, (πρίω) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ κύμινον, δηλ. ἄνθρωπος εἰς ἄκρον φειδωλός, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui scie un grain de cumin, càd ladre, avare;
2 qui consiste à scier un grain de cumin, càd qui est le fait d'un avare.
Étymologie: κύμινον, πρίω.
Greek Monolingual
κυμινοπρίστης, ὁ (Α)
1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο
2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)].
Greek Monotonic
κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ (πρίω), αυτός που διασπά το κύμινο, δηλ. φειδωλός, τσιγγουνής, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
κῠμῑνοπρίστης: ου ὁ разрезающий (даже) зернышко тмина, т. е. скупой, скряга Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμινοπρίστης -ου, ὁ [κύμινον, πρίω] komijnsnijder (d.w.z. vrek).
Middle Liddell
κῠμῑνο-πρίστης, ου, πρίω
a cummin-splitter, i. e. a skinflint, niggard, Arist.