Σιληνός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Σειληνός]], ο, ΝΑ<br />[[πιστός]] [[σύντροφος]] του Διονύσου, [[πατέρας]] τών Σατύρων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως προοηγ.</b>) <i>σ</i>(<i>ε</i>)<i>ιληνός</i><br />[[ομοίωμα]] του Σιληνού που χρησίμευε ως [[θήκη]] πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν [[εἶναι]] τοῖς σειληνοῑς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές <i>σάτυρος</i>. Κατά μια [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. [[ζίλαι]], <i>ζειλα</i>, [[ζελάς]], <i>ζήλας</i> «[[κρασί]]». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. <i>ΣιλFᾶνος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Silv</i><i>ā</i><i>nus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>silva</i> «[[δάσος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ., με σημ. «[[τριχωτός]]», πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>σιλός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σίλλος]], <b>πρβλ.</b> [[σιλλέα]] «[[τρίχωμα]]», [[ἀνάσιλλος]] «[[κόμμωση]] Σατύρων»)].
|mltxt=και [[Σειληνός]], ο, ΝΑ<br />[[πιστός]] [[σύντροφος]] του Διονύσου, [[πατέρας]] τών Σατύρων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως προοηγ.</b>) <i>σ</i>(<i>ε</i>)<i>ιληνός</i><br />[[ομοίωμα]] του Σιληνού που χρησίμευε ως [[θήκη]] πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν [[εἶναι]] τοῖς σειληνοῖς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές <i>σάτυρος</i>. Κατά μια [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. [[ζίλαι]], <i>ζειλα</i>, [[ζελάς]], <i>ζήλας</i> «[[κρασί]]». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. <i>ΣιλFᾶνος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Silv</i><i>ā</i><i>nus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>silva</i> «[[δάσος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ., με σημ. «[[τριχωτός]]», πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>σιλός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σίλλος]], <b>πρβλ.</b> [[σιλλέα]] «[[τρίχωμα]]», [[ἀνάσιλλος]] «[[κόμμωση]] Σατύρων»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῑληνός Medium diacritics: Σιληνός Low diacritics: Σιληνός Capitals: ΣΙΛΗΝΟΣ
Transliteration A: Silēnós Transliteration B: Silēnos Transliteration C: Silinos Beta Code: *silhno/s

English (LSJ)

ὁ, Silenus, companion of Dionysus, Pi.Fr.156 (s. v.l.), Hdt.7.26, 8.138, etc.; father of the Satyrs, E.Cyc.13,82,269: the older Satyrs were called Σιληνοί, h.Ven.262, D.S.3.72; but S. was distinguished by prophetic powers, Ael.VH3.18. 2 a figure of Silenus, used as a casket for precious pieces of sculpture, Pl.Smp. 215a, 215b. (Freq. written Σειλ-, but Σιλ- in early Inscrr., IG12.51 (v B.C.), Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.132.)

Greek (Liddell-Scott)

Σιληνός: ὁ, ἴδε Σειληνός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
Silène, compagnon de Dionysos.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê thrace.

English (Slater)

Σῑληνός
1 Silenos ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156, cf. fr. 157, Wil., Kl. Schr. iv. 26.

Greek Monolingual

και Σειληνός, ο, ΝΑ
πιστός σύντροφος του Διονύσου, πατέρας τών Σατύρων
αρχ.
(ως προοηγ.) σ(ε)ιληνός
ομοίωμα του Σιληνού που χρησίμευε ως θήκη πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σειληνοῖς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές σάτυρος. Κατά μια άποψη, η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. ζίλαι, ζειλα, ζελάς, ζήλας «κρασί». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. ΣιλFᾶνος (πρβλ. λατ. Silvānus < silva «δάσος»). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, η λ., με σημ. «τριχωτός», πιθ. < σιλός (βλ. λ. σίλλος, πρβλ. σιλλέα «τρίχωμα», ἀνάσιλλος «κόμμωση Σατύρων»)].

Greek Monotonic

Σιληνός: ὁ, μεταγεν. τύπος του Σειληνός.

Russian (Dvoretsky)

Σῑληνός: ὁ ион. = Σειληνός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: Silenus, often in plur. as a des. of mythical creatures, that act as companions of nymphs and of Dionysos, and that are, like the centaurs, depicted with horselike characteristics (h.Ven. 262).
Other forms: Dor. Σιλανός.
Derivatives: σιλην-ώδης silenus-like, -ικός concerning the S. (Pl. Smp.; Chantraine Études 150). PN Σιλην-ός (-αν-ός), -ίων.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like the word σάτυρος (s. v. w. lit.) etymol. dark. Kretschmer Glotta 2, 398 reminds of a Thrac. word for wine, ζίλαι, ζειλα, ζελᾶς, ζήλας (H., Phot., Choerob., Hdn.; s. Lagercrantz IF 25, 363ff.). Diff. Solmsen and Lagercrantz, s. Kretschmer Glotta 4, 351ff. (rejecting). Not better Pisani Stud. itfilcl. N.S. 11, 224f. (from Thrac. *ΣιλϜανος = Lat. Silvānus); Grošelj Živa Ant. 1, 127 f. ("the hairy"; to σιλλοί [cod. -έα] τρίχωμα H.). -- On the formation also Detschew KZ 63, 229; on the meaning also Brommer Phil. 94, 222ff. -- Furnée 234 n. 27 gives more instances of σ/ζ.

Middle Liddell

Σιληνός, οῦ, ὁ, later form of Σειληνός.]

Frisk Etymology German

Σιληνός: {Sīlēnós}
Forms: dor. Σιλανός
Grammar: m.
Meaning: Silen, oft im Plur. als Bez. mythischer Naturwesen, die als Gefährten der Nymphen und des Dionysos auftreten und wie die Kentauren mit pferdeartigen Zügen dargestellt werden (seit h.Ven. 262).
Derivative: Davon σιληνώδης silenenhaft, -ικός ‘auf die S. bezüglich’ (Pl. Smp.; Chantraine Études 150). PN Σιληνός (-ανός), -ίων.
Etymology : Wie das gattungsverwandte σάτυρος (s. d. m. Lit.) etymologisch dunkel. Kretschmer Glotta 2, 398 erinnert an ein thrak. Wort für Wein, ζίλαι, ζειλα, ζελᾶς, ζήλας (H., Phot., Choerob., Hdn.; s. Lagercrantz IF 25, 363ff.). Anders Solmsen und Lagercrantz, s. Kretschmer Glotta 4, 351ff. (ablehnend). Nicht besser Pisani Stud. itfilcl. N.S. 11, 224f. (aus thrak. *Σιλϝανος = lat. Silvānus); Grošelj Živa Ant. 1, 127 f. ("der Haarige"; zu σιλλοί [cod. -έα]· τρίχωμα H.). — Zur Bildung auch Detschew KZ 63, 229; zur Bed. noch Brommer Phil. 94, 222ff.
Page 2,705