ἐναντιόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἠναντιούμην, <i>f.</i> ἐναντιώσομαι, <i>ao.</i> ἠναντιώθην, <i>pf.</i> ἠναντίωμαι <i>ou</i> ἐνηντίωμαι;<br /><b>1</b> s’opposer à, <i>càd</i> agir <i>ou</i> parler contre : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα contre qqn ; [[πρός]] [[τι]] s’opposer à qch ; [[τί]] τινι, τινί τινος <i>ou</i> [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος combattre <i>ou</i> contredire qqn en qch, au sujet de qch ; [[ἐν]]. τινι avec un inf., empêcher qqn de ; avec un acc. : [[οὐκ]] ἐναντιώσομαι τὸ μὴ [[οὐ]] γεγωνεῖν ESCHL je ne refuserai pas de dire;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> être contraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναντίος]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἠναντιούμην, <i>f.</i> ἐναντιώσομαι, <i>ao.</i> ἠναντιώθην, <i>pf.</i> ἠναντίωμαι <i>ou</i> ἐνηντίωμαι;<br /><b>1</b> s'opposer à, <i>càd</i> agir <i>ou</i> parler contre : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα contre qqn ; [[πρός]] [[τι]] s'opposer à qch ; [[τί]] τινι, τινί τινος <i>ou</i> [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος combattre <i>ou</i> contredire qqn en qch, au sujet de qch ; [[ἐν]]. τινι avec un inf., empêcher qqn de ; avec un acc. : [[οὐκ]] ἐναντιώσομαι τὸ μὴ [[οὐ]] γεγωνεῖν ESCHL je ne refuserai pas de dire;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> être contraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναντίος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 08:10, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐόομαι Medium diacritics: ἐναντιόομαι Low diacritics: εναντιόομαι Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: enantióomai Transliteration B: enantioomai Transliteration C: enantioomai Beta Code: e)nantio/omai

English (LSJ)

Ion.part. ἐναντιεύμενoς Hdt.7.49: impf. A ἠναντιούμην Th.1.127, etc.:—Med., fut. -ώσομαι A.Pr.786, Ar.Pax1049, etc.:— Pass., fut. ἐναντιωθήσομαι LXX 4 Ma.5.26, D.H.4.51: aor. ἠναντιώθην And.1.67, Pl.Ap.32b, etc.: pf. ἠναντίωμαι Th.2.40 codd., etc., but in Ar.Av.385 the metre requires ἐνηντίωμαι:—set oneself against, oppose, withstand, τινί And.1.67, cf. Hdt.7.49, Th.1.127, Ar.Av.385, Pax 1049; also ἐ. ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Lys.13.17; ὑπὲρ ὑμῶν Id.20.8; τινί τινος Th.1.136, X.An.7.6.5: abs., Th.4.21: c. inf., οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν I will not refuse to speak, A.Pr.786; τοὺς Χορευτὰς ἐναντιούμενος ἡμῖν ἀφεθῆναι τῆς στρατείας D.21.15. 2 contradict, gainsay, E.Alc.152; πρός τι Pl.Cra.39ce, etc.: c.inf., τοῦτο . . μοι ἐ. τὰ πολιτικὰ πράττειν Id.Ap.31 d: with a neg., τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ . . εἶναι; Id.Smp.197a. 3 of the wind, to be adverse, οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ' ἐναντιούμενον S.Ph.643; of circumstances, Th.8.23; ἄνεμοι ἐ. ἀλλήλοις Hp.Aër.8. 4 τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς in respect of goodness we are the opposite of most men, Th.2.40; behave in the opposite way, MenoIatr.15.41. 5 Astrol., to be in diametrical aspect, Vett.Val.126.5. (Act. only in doubtful form ἐναντιόωντα Man.4.473.)

German (Pape)

[Seite 827] mit aor. pass. (auch ἐναντιωθήσομαι, = ἐναντιώσομαι, Luc. nav. 32; perf. ἐνηντίωμαι mit abweichendem Augm. Ar. Av. 385), sich widersetzen, entgegen sein, widersprechen; τινί, Her. 7, 10. 49; Soph. Phil. 639; Ar. Pax 1014; oft in att. Prosa, z. B. Thuc. 1, 127; Plat. Phaed. 94 b; οὐδ' ἄλλο σοί πω πρᾶγμα ἠναντιώμεθα Ar. Av. 385; τὰ εἰς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς Thuc. 2, 40, wir handeln entgegengesetzt; χρείας τινὸς καὶ οὐκ εἴς τι ἐναντιωθῆναι, wegen eines Interesses, 1, 136; περί τινος, Xen. An. 7, 6, 5 (wo in guten mss. περί fehlt); Lys. 13, 17; ὑπέρ τινος, 20, 8; πρός τι, Plat. Cratyl. 390 e; Pol. 16, 12, 5; Plut. Pericl. 29; πρός τινα, Cam. 39 u. a. Sp.; – ὑμῖν, μηδὲν ποιεῖν παρὰ τοὺς νόμους Plat. Apol. 32 b; τίς ἐναντιώσεται, μὴ οὐχὶ εἶναι σοφίαν Conv. 197 a; Aesch. Prom. 788 οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, ich werde nicht entgegen sein, zu sagen; ohne μή Plat. Apol. 31 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιόομαι: Ἡρόδ. Ἀττ.: παρατ. ἠναντιούμην Θουκ., κλ.: μέσ. μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 786, Εὐρ. κλ. (ἴδε κατωτ.): ‒ Παθ. μέλλ. ἐναντιωθήσομαι Διον. Ἁλ. 4. 51, Διόδ. 3. 6: ἀόρ. ἠναντιώθην Ἀνδοκ. 9. 32, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. ἠναντίωμαι Θουκ. κλ.· ἀλλ᾿ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 385 (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἐνηντίωμαι. Ἐναντιοῦμαι, ὡς καὶ νῦν, ὡς οὐδενὸς ἐναντιευμένου Ἡρόδ. 7. 49, Ἀνδοκ. 9. 32, κτλ.· τὰ ἐς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς, φρονοῦμεν τὰ ἐναντία, διαφέρομεν μεγάλως εἰς τὰ ἀφορῶντα τὴν ἀρετήν, Θουκ. 2. 40, πρβλ. 1. 127, Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Εἰρ. 1049· ὡσαύτως, ἔν τινι, περί τινος Λυσ. 131. 16· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 158. 33· ἢ ἁπλῶς, τινὸς Θουκ. 1. 136, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 5· πρός τι Πλάτ. Κρατύλ. 390Ε, κτλ.: ‒ ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, δὲν θ᾿ ἀρνηθῶ νὰ ὁμιλήσω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· ἐναντιούμενος ἡμῖν ἀφεθῆναι (ἐνν. τοὺς χορευτὰς) Δημ. 519. 19. 2) τἀναντία λέγω, ἀντιλέγω, Εὐρ. Ἄλκ. 152. Θουκ. 4. 21, κτλ.: ‒ μετ᾿ ἀπαρ., τοῦτο... μοι ἐν. τὰ πολιτικὰ πράττειν Πλάτ. Ἀπολογ. 31D· ἢ μετ᾿ ἀρνήσεως, τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ... εἶναι..; ὁ αὐτ. Συμπ. 197Α. 3) ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι ἐναντίος, οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ᾿ ἐναντιούμενον, ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπᾶσαι βίᾳ Σοφ. Φιλοκτ. 643· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 8. 23· ἄνεμοι ἐν. ἀλλήλοις Ἱππ. π. Ἀέρ. 285.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἠναντιούμην, f. ἐναντιώσομαι, ao. ἠναντιώθην, pf. ἠναντίωμαι ou ἐνηντίωμαι;
1 s'opposer à, càd agir ou parler contre : τινι ou πρός τινα contre qqn ; πρός τι s'opposer à qch ; τί τινι, τινί τινος ou περί τινος, ὑπέρ τινος combattre ou contredire qqn en qch, au sujet de qch ; ἐν. τινι avec un inf., empêcher qqn de ; avec un acc. : οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν ESCHL je ne refuserai pas de dire;
2 en parl. de choses être contraire.
Étymologie: ἐναντίος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. part. c. diéct. ἐναντιόωντα Man.4.473; jón. pres. part. ἐναντιεύμενος Hdt.7.49; perf. ἠναντ- D.19.205, Lib.Decl.39.16, pero ἐνηντ- Th.2.40, Ar.Au.385]
I c. suj. de pers.
1 oponerse, enfrentarse c. dat. de pers. Εὐφιλήτῳ ... ἠναντιώθην me enfrenté a Eufileto And.Myst.67, cf. Th.1.136, πρὸς τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν en relación a los que se nos oponen LXX 1Es.8.51, c. dat. de pers. y ac. de rel. ἠναντιοῦτο πάντα τοῖς Λακεδαιμονίοις Pericles, Th.1.127, τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς con respecto a la virtud somos opuestos a la mayoría Th.2.40, οὐδ' ἄλλο σοί πω πρᾶγμ' ἐνηντιώμεθα Ar.Au.385, tb. c. gen. μὴ καὶ ἡμῖν ἐναντιώσεται τῆς ἀπαγωγῆς; X.An.7.6.5, c. dat. de pers. e inf. ἠναντιώθην ὑμῖν μηδὲν ποιεῖν παρὰ τοὺς νόμους me enfrenté a vosotros para que no se hiciera nada contra las leyes Pl.Ap.32b
c. dat. de cosa y ac. de rel. οὗτος ... ἐναντιώσεταί τι ταῖς διαλλαγαῖς Ar.Pax 1049, sólo c. dat. de cosa o abstr. μὴ ἐναντιωθῆναι τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐπιμείξει UPZ 144.22, cf. BGU 970.12 (ambos II a.C.), POxy.1901.54 (VI d.C.), ὡς οὐδαμοῦ ταῖς ὁρμαῖς ἠναντίωμαι τοῦ πατρός Lib.l.c., c. dif. giros prep. ὅπως χρὴ πρὸς ἃ λέγεις ἐναντιοῦσθαι Pl.Cra.390e, πρὸς δὲ τὰς τῶν ἐναντίων προσαγωγὰς ... ἐναντιοῦσθαι enfrentarse a los asaltos de los enemigos Aen.Tact.32.1, ἐναντιώσονται περὶ τῆς ἐλευθερίας se opondrán en pro de la libertad Lys.13.17, εἴ τις καὶ ἐβούλετο ἐναντιοῦσθαι ὑπὲρ ὑμῶν si alguien hubiera querido oponerse en favor vuestro Lys.20.8
abs. ὡς οὐδενὸς ἐναντιευμένου Hdt.l.c., cf. Th.4.21, ὡς ἅπαντα τὸν χρόνον ἠναντίωμαι como me he opuesto durante todo el tiempo D.19.205, cf. Plu.Nic.7.
2 en la esfera de la palabra oponerse, negarse a c. inf. οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν πᾶν ὅσον ... no voy a negarme a decir todo cuanto ... A.Pr.786, τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ Ἔρωτος εἶναι σοφίαν; ¿quién negará que es la habilidad de Eros ... ? Pl.Smp.197a, τοὺς χορευτὰς ἐναντιούμενος ... ἀφεθῆναι τῆς στρατείας oponiéndose a que los coreutas se viesen exentos del servicio militar D.21.15
abs. contradecir, negar πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; ¿cómo no habría de ser la mejor? ¿quién lo negará? E.Alc.152.
II c. suj. de cosas o abstr.
1 ser o resultar contrario, opuesto, adverso c. dat. de pers. οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ' ἐναντιούμενον S.Ph.643, cf. D.H.4.51, Luc.Dom.15, ὁ δὲ ... λόγος τοῖσιν ... ἐναντιώσεται el discurso se opondrá a aquellos que ... Hp.de Arte.1, ὡς δὲ αὐτῷ τὰ ἐν τῇ Λέσβῳ πάντα ἠναντιοῦτο Th.8.23, τῶν πραγμάτων ἐναντιουμένων αὐτῷ como las cosas le eran adversas Orác. en Theos.Tub.23, cf. LXX 4Ma.5.26, c. dat. de cosa o abstr. φύσεως ἐναντιωμένης τῇ σωματικῇ (participan) de una naturaleza opuesta a lo corpóreo Phld.Sign.18.1, δόγμασιν ἐναντιουμένοις τῇ ἀληθείᾳ con creencias opuestas a la verdad Nil.in Cant.11.4
abs. τὸ ὑγρὸν ... ἐν ταῖς δὲ ὑπερβαλλούσαις ψύξεσιν ἐναντιοῦσθαι que la humedad en fríos excesivos actúa de forma contraria proporcionando al cuerpo calor, Anon.Lond.15.41, εἰ μηδὲν ἁπλῶς ἐναντιοῦται si nada en absoluto se opone, PDiog.16.15 (III d.C.)
oponerse físicamente, actuar en sentido contrario τοῦτο ἐναντιοῦται τῇ τροφῇ ... καὶ ἀποξύνει esto (un humor) se opone al alimento y lo vuelve ácido Hp.Vict.3.76, cf. 78, ὑπὸ ἀνέμων ἀλλήλοισιν ἐναντιωθέντων por efecto de los vientos que se oponen entre sí Hp.Aër.8, ἢν μὲν οὖν ἰσχυρὸν ᾖ τὸ ἐναντιωθέν, ἔμετόν τε συμφέρει ποιήσασθαι si lo que se opone es fuerte, hay que recurrir al vómito como remedio, Hp.Vict.4.88.
2 astrol. estar en el aspecto opuesto, diamétrico de los astros en sus posiciones οἱ κύριοι τοῦ τριγώνου ἐπίκεντροι μὲν εὑρέθησαν, ἀλλὰ ἐναντιούμενοι Vett.Val.82.15, cf. 107.22, tb. en v. act. ἢν δὲ Κρόνου ... ἐς Ἄρεα φέγγος ἀθρήσῃ, δισσὰ δ' ἐναντιόωντα φανῇ σελαγίσματα τῶνδε Man.l.c.

Greek Monotonic

ἐναντιόομαι: μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἠναντιώθην, παρακ. ἠναντίωμαι·
1. Αποθ., εναντιώνομαι, αντιτάσσομαι, αντιτίθεμαι, αντισκέκομαι, ανθίσταμαι, αποκρούω, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, δεν θα αρνηθώ να μιλήσω, δεν θα αντισταθώ στο να πω, σε Αισχύλ.· τοῦτό μοι ἐναντιοῦται πράττειν, αυτό με εμποδίζει, με αποτρέπει απ' το να ενεργήσω, σε Πλάτ.
2. αντιλέγω, αντικρούω, προβάλλω αντιρρήσεις, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
3. λέγεται για τον άνεμο, είμαι αντίθετος, πνέω αντίθετα, σε Σοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναντιόομαι: (pf. ἠναντιούμην, fut. ἐναντιώσομαι, aor. ἠναντιώθην, pf. ἠναντίωμαι и ἐνηντίωμαι; fut. med.-pass. ἐναντιωθήσομαι) противиться, противодействовать, сопротивляться (τινι Soph., Her., Thuc., Plat., πρός τι Plat., Polyb., Plut. и πρός τινα Plut.): ἐ. τινί τινος Thuc. и τινί τι Thuc., Arph. бороться с кем-л. из-за чего-л.; ἐ. περί или ὑπέρ τινος Lys. выступать в защиту чего-л.; οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν πᾶν ὅσον προσχρῄζετε Aesch. я не против того, чтобы рассказать вам все, что вы хотите; πνεῦμ᾽ ἐναντιούμενον Soph. встречный ветер; τὰ πάντα ἠναντιοῦτο αὐτῷ Thuc. все обстоятельства сложились против него.

Middle Liddell


Dep:
1. to set oneself against, oppose, withstand, τινι Hdt., Thuc., etc.; οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν I will not refuse to speak, Aesch.; τοῦτό μοι ἐναντιοῦται πράττειν this prevents me from doing, Plat.
2. to contradict, gainsay, Eur., Thuc., etc.
3. of the wind, to be adverse, Soph., Thuc.