ἀνεπίκλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίκλητος:''' безукоризненный, безупречный Xen.
|elrutext='''ἀνεπίκλητος:''' [[безукоризненный]], [[безупречный]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπικαλέω]]<br /><b class="num">I.</b> unaccused, unblamed, Xen.<br /><b class="num">II.</b> without preferring any [[charge]]:— adv. -τως, Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἐπικαλέω]]<br /><b class="num">I.</b> unaccused, unblamed, Xen.<br /><b class="num">II.</b> without preferring any [[charge]]:— adv. -τως, Thuc.
}}
}}

Revision as of 12:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίκλητος Medium diacritics: ἀνεπίκλητος Low diacritics: ανεπίκλητος Capitals: ΑΝΕΠΙΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anepíklētos Transliteration B: anepiklētos Transliteration C: anepiklitos Beta Code: a)nepi/klhtos

English (LSJ)

ον, A free from blame, unimpeachable, X.Cyr. 2.1.22; πίστις J.AJ18.9.4: Comp. -ότερος X.Ages.1.5. Adv. -τως D.C.39.22. II without preferring any charge. Adv. -τως Th.1.92.

German (Pape)

[Seite 224] untadelhaft, Xen. Cyr. 2, 1, 22 (besser als die v.l. ἀνεπίπληκτος u. ἀνεπίληπτος). – Adv. -ήτως, Thuc. 1, 92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίκλητος: -ον, ὁ μὴ ψεγόμενος, μὴ κατηγορούμενος, ἀνεπίληπτος, ἄμεμπτος, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22: - Συγκρ. -ότερος ὁ αὐτ. Ἀγησ. 1, 5: - Ἐπίρρ. ἀνεπικλήτως = ἀνεγκλήτως, Θουκ. 1. 92, Δίων Κ. 39. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans reproche.
Étymologie: , ἐπικαλέω.

Spanish (DGE)

-ον
I sin tacha de pers., X.Cyr.2.1.22, ἀνεπικλητότερον ... Ἀγησίλαον X.Ages.1.5
de abstr. inquebrantable πίστις I.AI 18.337
limpio ὑφάσματα POxy.1428.9 (IV d.C.).
II adv. -ως
1 irreprochablemente ἀ. πάντα ἀπέδειξεν D.C.39.22.4.
2 sin presentar una denuncia πρέσβεις ... ἀπῆλθον ἐπ' οἴκου ἀνεπικλήτως Th.1.92.

Greek Monolingual

ἀνεπίκλητος, -ον)
αρχ.
μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτος
νεοελλ.
ακάλεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ. ανεπίκλητος χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική σημασια
«ακάλεστος» (ανεπίκλητος δαιτυμών) και μαρτυρείται από το 1866 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].

Greek Monotonic

ἀνεπίκλητος: -ον (ἐπικαλέω),
I. μη κατηγορούμενος, άψογος, άμεμπτος, σε Ξεν.
II. αυτός που δεν επιφέρει, επισύρει καμία κατηγορία· επίρρ. -τως, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίκλητος: безукоризненный, безупречный Xen.

Middle Liddell

ἐπικαλέω
I. unaccused, unblamed, Xen.
II. without preferring any charge:— adv. -τως, Thuc.