ἐπίβουλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> строящий козни (τινι Plat. и τινος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[коварный]], [[предательский]] (καὶ ἐ. καὶ [[κρυψίνους]] καὶ [[δολερός]] Xen.; τύραννοι ἐπιβουλότατοι Plut.). | |elrutext='''ἐπίβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[строящий козни]] (τινι Plat. и τινος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[коварный]], [[предательский]] (καὶ ἐ. καὶ [[κρυψίνους]] καὶ [[δολερός]] Xen.; τύραννοι ἐπιβουλότατοι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:35, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A plotting against, τοῖς καλοῖς Pl.Smp.203d: abs., treacherous, νόσοι A.Supp.587 (lyr.); of persons, X.Cyr.1.6.27, Thphr.Char.1.7; [θηρίον] (i.e. παῖς) Pl.Lg.808d; δεινὸς καὶ ἐ. a deep designing fellow, Lys.Fr.75.2; γένος Diph. 66.4; πίθηκον, ἐ. κακόν Eub.115; ζῷα ἐ. Arist.HA488b16, 18; τὰ ἐ. τῶν ἀνθρώπων creatures which prey on man, Plu.2.727f; τὰ ἐ. τῆς ψυχῆς Porph.Antr.34; ἐ. ἀνέμων PMag.Leid.V.7.22: Comp. -ότερον, ζῷον Pl.Tht.174d: Sup. -ότατος D.Chr.10.7. Adv. -λως, γίγνεσθαι D.H.11.49, cf. Plu.2.715b, etc.; πράσσειν J.AJ17.5.7.
German (Pape)
[Seite 930] nachstellend, hinterlistig; Ἥρας νόσοι Aesch. Suppl. 582; neben κρυψίνους u. δολερός Xen. Cyr. 1, 6, 27; τινί, Plat. Conv. 203 d; aber τὰ ἐπίβουλα καὶ πολέμια τῶν ἀνθρώπων, gegen die Menschen, Plut. Symp. 8, 7, 3; δυσκολώτερον ζῶον καὶ ἐπιβουλότερον Plat. Theaet. 174 d. – Adv., Plut.; ἐπιβούλως διακεῖσθ αι πρός τινα D. Hal. 11, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβουλος: -ον, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐναντίον τινὸς μηχανώμενος ἢ σχεδιάζων κακόν τι, τινι Πλάτ. Συμπ. 203Ε· δόλιος, προδοτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 587, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27, Πλάτ. Νόμ. 808D· δεινὸς καὶ ἐπ., ἄνθρωπος βαθύς, πλήρης σχεδίων, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 2· πίθηκον, ἐπ. κακὸν Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ζῷα ἐπ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 32· τὰ ἐπίβουλα, δολιότητες, Πλούτ. 2. 727F:- Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Θεαίτ. 174D.- Ἐπίρρ. ἐπιβούλως, ἐπιβούλως γίγνεσθαι Διον. Ἁλ. 11. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui machine contre, qui tend des pièges, insidieux;
Cp. ἐπιβουλότερος, Sp. ἐπιβουλότατος.
Étymologie: ἐπί, βουλή.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίβουλος, -ον) επιβουλεύω
1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον
2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος («'πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα
βλαβερά όντα.
Greek Monotonic
ἐπίβουλος: -ον (ἐπί, βουλή), αυτός που συνωμοτεί εναντίον, τινι, σε Πλάτ.· δόλιος, ύπουλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίβουλος:
1) строящий козни (τινι Plat. и τινος Plut.);
2) коварный, предательский (καὶ ἐ. καὶ κρυψίνους καὶ δολερός Xen.; τύραννοι ἐπιβουλότατοι Plut.).
Middle Liddell
ἐπί-βουλος, ον [ἐπί, βουλή
plotting against, τινι Plat.: treacherous, Xen.