συναλείφω: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] zusammenschmieren, -schmelzen, verwischen; τὰ ἀγαθὰ ὑπεραινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν, verbergen, Arist. rhet. 2, 6, 8; Sp. – Bei den Gramm. zwei Sylben in [[eine]] verschmelzen, und pass. von zwei Sylben, die in [[eine]] zusammenfließen, auch von der Elision.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] zusammenschmieren, -schmelzen, verwischen; τὰ ἀγαθὰ ὑπεραινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν, verbergen, Arist. rhet. 2, 6, 8; Sp. – Bei den Gramm. zwei Sylben in [[eine]] verschmelzen, und pass. von zwei Sylben, die in [[eine]] zusammenfließen, auch von der Elision.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aider à oindre <i>ou</i> à enduire;<br /><b>2</b> rendre cohérent <i>ou</i> visqueux, unir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλείφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.
|lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aider à oindre <i>ou</i> à enduire;<br /><b>2</b> rendre cohérent <i>ou</i> visqueux, unir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλείφω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 09:12, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλείφω Medium diacritics: συναλείφω Low diacritics: συναλείφω Capitals: ΣΥΝΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: synaleíphō Transliteration B: synaleiphō Transliteration C: synaleifo Beta Code: sunalei/fw

English (LSJ)

A clog up, γῆ ὑγρὰ... ἐὰν ξηρανθῇ, σ. τὸ σπέρμα Thphr.CP3.23.1:—Pass., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συναληλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους have been clogged up, turned into impermeable clay, Arist.Mete.365a21; coalesce, -ομένων ἀλλήλοις τῶν περάτων Simp.in Ph.892.9, cf.931.17. b anoint thoroughly, Sor.1.46, 64, al.; rub in thoroughly, Dsc.Eup.1.233. c metaph., gloss over, whitewash, minimize, τἀγαθὰ μὲν ὑπερεπαινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν Arist.Rh.1383b33. 2 Gramm., unite two syllables into one, D.H.Comp.22, etc.:—Pass., coalesce, of two syllables, Id.Dem. 38; cf. συναλιφή. II assist in anointing, τινα Plu.Pomp.73, cf. Phld.Vit.p.29J.

German (Pape)

[Seite 998] zusammenschmieren, -schmelzen, verwischen; τὰ ἀγαθὰ ὑπεραινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν, verbergen, Arist. rhet. 2, 6, 8; Sp. – Bei den Gramm. zwei Sylben in eine verschmelzen, und pass. von zwei Sylben, die in eine zusammenfließen, auch von der Elision.

French (Bailly abrégé)

1 aider à oindre ou à enduire;
2 rendre cohérent ou visqueux, unir.
Étymologie: σύν, ἀλείφω.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω ὁμοῦ, ἀποκρύπτω δι’ ἐπιχρίσεως, ἐπιχρίω. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ ὑγρά..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ σπέρμα, καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., συγχωνεύω δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε συναλοιφή. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, συγχρίω, τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.

Spanish

ungir al mismo tiempo

Greek Monolingual

ΜΑ ἀλείφω
1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία
αρχ.
1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον
2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή
3. εξαλείφω, απαλείφω
4. τρίβω πολύ καλά.

Greek Monotonic

συνᾰλείφω: μέλ. -ψω, αλείφω μαζί, επιχρίω, αποκρύπτω, κουκουλώνω με επιχρίσματα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰλείφω:
1) смазывать, стирать: συναληλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους Anax. ap. Arst. (о земле) быть стертым или размытым дождями;
2) умащивать, натирать (τινά Plut.);
3) перен. замазывать, скрывать (τὰ φαῦλα Arst.);
4) грам. (о двух слогах) стягивать воедино, сливать (см. συναλοιφή).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλείφω, Att. ook ξυναλείφω samen insmeren, overdr. verdoezelen:. τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν de slechte kanten verdoezelen Aristot. Rh. 1383b33.

Middle Liddell

fut. ψω
to smear or gloss over, Arist.