κακύνω: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; [[οὔκουν]] κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Ggstz des τὸ [[δέον]] ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; [[οὔκουν]] κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Ggstz des τὸ [[δέον]] ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακύνω''': [[βλάπτω]], [[φθείρω]], Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) [[πλείω]] ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.
|elnltext=κακύνω [κακός] alleen pass. zich eerloos gedragen:; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βουλεύμασιν; verlaagt u zich dan niet met deze plannen? Eur. Hec. 251; in zijn eer geschaad worden:. σιγᾶν ἐφ’ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι te zwijgen over wat nu mijn eer aantast Eur. Hipp. 686.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''κᾰκύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[φθείρω]], [[προκαλώ]] [[ζημιά]] ή [[βλάβη]]. — Παθ. με [[ηθική]] [[σημασία]], [[γίνομαι]] [[κακός]], [[συμπεριφέρομαι]] άσχημα, [[ενεργώ]] με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, [[απειθαρχώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, [[δέχομαι]] επικρίσεις, σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰκύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[φθείρω]], [[προκαλώ]] [[ζημιά]] ή [[βλάβη]]. — Παθ. με [[ηθική]] [[σημασία]], [[γίνομαι]] [[κακός]], [[συμπεριφέρομαι]] άσχημα, [[ενεργώ]] με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, [[απειθαρχώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, [[δέχομαι]] επικρίσεις, σε Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κακύνω [κακός] alleen pass. zich eerloos gedragen:; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βουλεύμασιν; verlaagt u zich dan niet met deze plannen? Eur. Hec. 251; in zijn eer geschaad worden:. σιγᾶν ἐφ’ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι te zwijgen over wat nu mijn eer aantast Eur. Hipp. 686.
|lstext='''κακύνω''': [[βλάπτω]], [[φθείρω]], Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) [[πλείω]] ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκύ¯νω,<br /><b class="num">I.</b> to [[damage]]:—Pass., in [[moral]] [[sense]], to [[become]] bad, [[behave]] [[badly]], act [[basely]], Eur.: of soldiers, to be [[mutinous]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Pass. also, to be reproached, Eur.
|mdlsjtxt=κᾰκύ¯νω,<br /><b class="num">I.</b> to [[damage]]:—Pass., in [[moral]] [[sense]], to [[become]] bad, [[behave]] [[badly]], act [[basely]], Eur.: of soldiers, to be [[mutinous]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Pass. also, to be reproached, Eur.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκύνω Medium diacritics: κακύνω Low diacritics: κακύνω Capitals: ΚΑΚΥΝΩ
Transliteration A: kakýnō Transliteration B: kakynō Transliteration C: kakyno Beta Code: kaku/nw

English (LSJ)

A damage, in prcv., κ. τὸν πηλόν· τὸν ἄξιον ὕβρεως ὑβρίζειν, Suid.; τὰς τύχας Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105:—Pass., turn bad, Thphr.Od.56. 2 in moral sense, corrupt, Com.Adesp. 138:—usu. in Pass., to be corrupted, D.C.60.2: esp. become bad, E. Hec.251, Pl.Ti.42c; of soldiers, show cowardice, v.l. for μαλακύνω, X.Cyr.6.3.27. 3 Pass. also, to be reproached, E.Hipp.686.

German (Pape)

[Seite 1305] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Ggstz des τὸ δέον ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακύνω [κακός] alleen pass. zich eerloos gedragen:; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βουλεύμασιν; verlaagt u zich dan niet met deze plannen? Eur. Hec. 251; in zijn eer geschaad worden:. σιγᾶν ἐφ’ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι te zwijgen over wat nu mijn eer aantast Eur. Hipp. 686.

Greek Monolingual

κακύνω (AM)
μσν.
1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια
β. σφάλλω, αμαρτάνω
γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα
2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω
3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» — βλέπω κάποιον με κακή διάθεση
αρχ.
1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω
2. (για στρατιώτες) δυστροπώ, δεν πειθαρχώ
3. παθ. κακύνομαι
α) δείχνομαι κακός, φέρομαι άσχημα
β) επιπλήττομαι, δέχομαι επίπληξη, επιτίμηση, επιτιμώμαι
4. (κατά το λεξ. Σούδα) παροιμ. «κακύνειν τον πηλόν» — να βρίζει κανείς αυτόν που είναι άξιος ύβρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. αλγ-ύνω)].

Greek Monotonic

κᾰκύνω: [ῡ],
I. φθείρω, προκαλώ ζημιά ή βλάβη. — Παθ. με ηθική σημασία, γίνομαι κακός, συμπεριφέρομαι άσχημα, ενεργώ με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, απειθαρχώ, σε Ξεν.
II. Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, δέχομαι επικρίσεις, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κακύνω: βλάπτω, φθείρω, Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) πλείω ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.

Middle Liddell

κᾰκύ¯νω,
I. to damage:—Pass., in moral sense, to become bad, behave badly, act basely, Eur.: of soldiers, to be mutinous, Xen.
II. Pass. also, to be reproached, Eur.