ἱππομανής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] ές, 1) pferdetoll, von rasender Pferdeliebhaberei besessen. – Bei Soph. Ai. 143, σὲ τὸν ἱππομανῆ λειμῶν' ἐπιβάντ' [[ὀλέσαι]] Δαναῶν βοτά, ist nur an die pferdereiche, von Pferden wimmelnde Aue zu denken; nach den Schol. erklärte man auch ἐφ' ὃν οἱ ἵπποι μαίνονται, welche die Rosse gern besuchen. – 2) roßtoll, rossig, von brünstigen Stuten. – Dah. τὸ ἱππομανές – a) ein bes. in Arkadien wachsendes Kraut, dem die Pferde wie toll nachgingen, Theocr. 2, 48, od. nach Anderen, das die Pferde toll macht. – b) nach Arist. H. A. 6, 22. 8, 24, Ael. N. A. 3, 17, ein kleines Fleischgewächs auf der Stirn des neugebornen Fohlens, welches die Mutter abfressen sollte, u. welches zu Liebeszauber benutzt wurde. – c) ein Schleim, der rossigen Stuten aus der Scheide enttropft u. zu Giftmischerei u. Liebeszauber benutzt wurde, Arist. H. A. 6, 18, vgl. Paus. 5, 27, 3 u. s. Voß zu Virg. Georg. 3, 280.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] ές, 1) pferdetoll, von rasender Pferdeliebhaberei besessen. – Bei Soph. Ai. 143, σὲ τὸν ἱππομανῆ λειμῶν' ἐπιβάντ' [[ὀλέσαι]] Δαναῶν βοτά, ist nur an die pferdereiche, von Pferden wimmelnde Aue zu denken; nach den Schol. erklärte man auch ἐφ' ὃν οἱ ἵπποι μαίνονται, welche die Rosse gern besuchen. – 2) roßtoll, rossig, von brünstigen Stuten. – Dah. τὸ ἱππομανές – a) ein bes. in Arkadien wachsendes Kraut, dem die Pferde wie toll nachgingen, Theocr. 2, 48, od. nach Anderen, das die Pferde toll macht. – b) nach Arist. H. A. 6, 22. 8, 24, Ael. N. A. 3, 17, ein kleines Fleischgewächs auf der Stirn des neugebornen Fohlens, welches die Mutter abfressen sollte, u. welches zu Liebeszauber benutzt wurde. – c) ein Schleim, der rossigen Stuten aus der Scheide enttropft u. zu Giftmischerei u. Liebeszauber benutzt wurde, Arist. H. A. 6, 18, vgl. Paus. 5, 27, 3 u. s. Voß zu Virg. Georg. 3, 280.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> où s'ébattent les chevaux (prairie);<br /><b>2</b> τὸ ἱππομανές « hippomane » petite excroissance de chair survenant au front des poulains et employée dans les philtres.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μαίνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππομᾰνής''': -ές, ἐν Σοφ. Αἴ. 143 λειμὼν ἱππ. δυνατὸν νὰ σημαίνῃ λειμῶνα ἐν ᾧ οἱ ἵπποι εὑρίσκουσι μανιώδη τέρψιν, ἢ [[ἁπλῶς]] λειμῶνα σπαργῶντα ἐκ τῆς εὐβλαστίας, χλοερόν, «εὐανθῆ, ἐφ’ ᾧ οἱ ἵπποι νέμονται» (Σχολ.), ἢ ἔχοντα πληθὺν ἵππων (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Toup., πρβλ. [[καρπομανής]], [[ὑλομανέω]]), ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἱππομανές, έος, τό, εἶδός τι φυτοῦ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸ ὁποῖον οἱ ἵπποι μανιωδῶς ἀγαπῶσιν, ἢ τὸ ὁποῖον τρωγόμενον κάμνει αὐτοὺς νὰ μαίνωνται, ἱππομανὲς [[φυτόν]] ἐστι παρ’ Ἀρκάσι˙ τῷδ’ ἐπὶ πᾶσαι καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν’ ὤρεα καὶ θοσὶ ἵπποι Θεόκρ. 2. 48, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 6. 2) μικρὰ μέλαινα [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] φυομένη ἐπὶ τοῦ μετώπου νεογεννήτου πώλου, ἥτις λαμβανομένη πρὶν ἢ καταβρωθῇ ὑπὸ τῆς μητρός, ἐθεωρεῖτο ὡς ἰσχυρὸν [[φίλτρον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 3. 17., 14. 18˙ πρβλ. Οὐεργιλ. Αἰν. 4. 516. 3) ὑγρόν τι ἐκρέον ἐκ τῶν θηλειῶν ἵππων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας, «περὶ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας ῥεῖ ταῖς ἵπποις ἐκ τοῦ αἰδοίου ὅμοιον γονῇ, λεπτότερον δὲ πολὺ ἢ τὸ τοῦ ἄρρενος˙ καὶ καλοῦσι τοῦτό τινες ἱππομανὲς» Ἀριστ. [[αὐτόθι]] 6. 18, 18, 10 κἑξ., Παυσ. 5. 27, 3, Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 280.
|lstext='''ἱππομᾰνής''': -ές, ἐν Σοφ. Αἴ. 143 λειμὼν ἱππ. δυνατὸν νὰ σημαίνῃ λειμῶνα ἐν ᾧ οἱ ἵπποι εὑρίσκουσι μανιώδη τέρψιν, ἢ [[ἁπλῶς]] λειμῶνα σπαργῶντα ἐκ τῆς εὐβλαστίας, χλοερόν, «εὐανθῆ, ἐφ’ ᾧ οἱ ἵπποι νέμονται» (Σχολ.), ἢ ἔχοντα πληθὺν ἵππων (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Toup., πρβλ. [[καρπομανής]], [[ὑλομανέω]]), ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἱππομανές, έος, τό, εἶδός τι φυτοῦ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸ ὁποῖον οἱ ἵπποι μανιωδῶς ἀγαπῶσιν, ἢ τὸ ὁποῖον τρωγόμενον κάμνει αὐτοὺς νὰ μαίνωνται, ἱππομανὲς [[φυτόν]] ἐστι παρ’ Ἀρκάσι˙ τῷδ’ ἐπὶ πᾶσαι καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν’ ὤρεα καὶ θοσὶ ἵπποι Θεόκρ. 2. 48, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 6. 2) μικρὰ μέλαινα [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] φυομένη ἐπὶ τοῦ μετώπου νεογεννήτου πώλου, ἥτις λαμβανομένη πρὶν ἢ καταβρωθῇ ὑπὸ τῆς μητρός, ἐθεωρεῖτο ὡς ἰσχυρὸν [[φίλτρον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 3. 17., 14. 18˙ πρβλ. Οὐεργιλ. Αἰν. 4. 516. 3) ὑγρόν τι ἐκρέον ἐκ τῶν θηλειῶν ἵππων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας, «περὶ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας ῥεῖ ταῖς ἵπποις ἐκ τοῦ αἰδοίου ὅμοιον γονῇ, λεπτότερον δὲ πολὺ ἢ τὸ τοῦ ἄρρενος˙ καὶ καλοῦσι τοῦτό τινες ἱππομανὲς» Ἀριστ. [[αὐτόθι]] 6. 18, 18, 10 κἑξ., Παυσ. 5. 27, 3, Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 280.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> où s'ébattent les chevaux (prairie);<br /><b>2</b> τὸ ἱππομανές « hippomane » petite excroissance de chair survenant au front des poulains et employée dans les philtres.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μαίνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππομᾰνής Medium diacritics: ἱππομανής Low diacritics: ιππομανής Capitals: ΙΠΠΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: hippomanḗs Transliteration B: hippomanēs Transliteration C: ippomanis Beta Code: i(ppomanh/s

English (LSJ)

ές, A abounding in, swarming with horses (cf. καρπο-, ὑλο-, φυλλο-μανής), λειμών S.Aj.143 (anap.); variously expld. by Sch. II as substantive, ἱππομανές, έος, τό, an Arcadian plant, thorn-apple, Datura stramonium, of which horses are madly fond, or which makes them mad, Theoc.2.48; f.l. for -φαές in Thphr.HP9.15.6. b = κάππαρις, Dsc.2.173; = ἀπόκυνον, Ps.-Dsc.4.80. 2 small black fleshy substance on the forehead of a new-born foal, which, if procured before it was eaten off by the dam, was held to be a powerful φίλτρον, Arist.HA577a9, 605a2, Thphr.Fr.175, Ael.NA3.17, 14.18. 3 mucous humour that runs from mares a-horsing, used for like purposes, Arist.HA572a21, Paus.5.27.3.

German (Pape)

[Seite 1260] ές, 1) pferdetoll, von rasender Pferdeliebhaberei besessen. – Bei Soph. Ai. 143, σὲ τὸν ἱππομανῆ λειμῶν' ἐπιβάντ' ὀλέσαι Δαναῶν βοτά, ist nur an die pferdereiche, von Pferden wimmelnde Aue zu denken; nach den Schol. erklärte man auch ἐφ' ὃν οἱ ἵπποι μαίνονται, welche die Rosse gern besuchen. – 2) roßtoll, rossig, von brünstigen Stuten. – Dah. τὸ ἱππομανές – a) ein bes. in Arkadien wachsendes Kraut, dem die Pferde wie toll nachgingen, Theocr. 2, 48, od. nach Anderen, das die Pferde toll macht. – b) nach Arist. H. A. 6, 22. 8, 24, Ael. N. A. 3, 17, ein kleines Fleischgewächs auf der Stirn des neugebornen Fohlens, welches die Mutter abfressen sollte, u. welches zu Liebeszauber benutzt wurde. – c) ein Schleim, der rossigen Stuten aus der Scheide enttropft u. zu Giftmischerei u. Liebeszauber benutzt wurde, Arist. H. A. 6, 18, vgl. Paus. 5, 27, 3 u. s. Voß zu Virg. Georg. 3, 280.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 où s'ébattent les chevaux (prairie);
2 τὸ ἱππομανές « hippomane » petite excroissance de chair survenant au front des poulains et employée dans les philtres.
Étymologie: ἵππος, μαίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομᾰνής: -ές, ἐν Σοφ. Αἴ. 143 λειμὼν ἱππ. δυνατὸν νὰ σημαίνῃ λειμῶνα ἐν ᾧ οἱ ἵπποι εὑρίσκουσι μανιώδη τέρψιν, ἢ ἁπλῶς λειμῶνα σπαργῶντα ἐκ τῆς εὐβλαστίας, χλοερόν, «εὐανθῆ, ἐφ’ ᾧ οἱ ἵπποι νέμονται» (Σχολ.), ἢ ἔχοντα πληθὺν ἵππων (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Toup., πρβλ. καρπομανής, ὑλομανέω), ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἱππομανές, έος, τό, εἶδός τι φυτοῦ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸ ὁποῖον οἱ ἵπποι μανιωδῶς ἀγαπῶσιν, ἢ τὸ ὁποῖον τρωγόμενον κάμνει αὐτοὺς νὰ μαίνωνται, ἱππομανὲς φυτόν ἐστι παρ’ Ἀρκάσι˙ τῷδ’ ἐπὶ πᾶσαι καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν’ ὤρεα καὶ θοσὶ ἵπποι Θεόκρ. 2. 48, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 6. 2) μικρὰ μέλαινα σαρκώδης οὐσία φυομένη ἐπὶ τοῦ μετώπου νεογεννήτου πώλου, ἥτις λαμβανομένη πρὶν ἢ καταβρωθῇ ὑπὸ τῆς μητρός, ἐθεωρεῖτο ὡς ἰσχυρὸν φίλτρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 3. 17., 14. 18˙ πρβλ. Οὐεργιλ. Αἰν. 4. 516. 3) ὑγρόν τι ἐκρέον ἐκ τῶν θηλειῶν ἵππων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας, «περὶ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας ῥεῖ ταῖς ἵπποις ἐκ τοῦ αἰδοίου ὅμοιον γονῇ, λεπτότερον δὲ πολὺ ἢ τὸ τοῦ ἄρρενος˙ καὶ καλοῦσι τοῦτό τινες ἱππομανὲς» Ἀριστ. αὐτόθι 6. 18, 18, 10 κἑξ., Παυσ. 5. 27, 3, Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 280.

Greek Monolingual

-ές (Α ἱππομανής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους
αρχ.
1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές
α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα
β) το φυτό κάππαρις
γ) μικρή μαύρη σαρκώδης ουσία που έχει ο νεογέννητος πώλος στο μέτωπο και που, αν τήν έπαιρναν πριν τή γλείψει η φοράδα που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό φίλτροὅταν τέκῃ ἡ ἵππος... ἀπεσθίει τοῦ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῦ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῦτο αἱ φαρμακίδες ζητοῦσι καὶ συλλέγουσιν», Αριστοτ.)
δ. υγρό που ρέει από το γεννητικό μόριο της φοράδας κατά την ώρα της οχείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, οινομανής].

Greek Monotonic

ἱππομᾰνής: -ές (μαίνομαι
I. λέγεται για λιβάδι, μέσα στο οποίο τα άλογα βρίσκουν μανιώδη τέρψη ή λιβάδι χλοερό ή λιβάδι γεμάτο από άλογα, σε Σοφ.
II. ως ουσ., ἱππομανές, -έος, τό, αρκαδικό φυτό, που μανιωδώς αγαπούν να τρώγουν τα άλογα ή που μόλις το τρώνε τρελαίνονται, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππομᾰνής: приводящий в неистовство лошадей: ἱ. λειμών Soph. луг, на котором резвятся кони.

Middle Liddell

ἱππο-μᾰνής, ές μαίνομαι
I. of a meadow, in which horses take mad delight, or, swarming with horses, Soph.
II. as substantive, ἱππομανές, έος, an Arcadian plant, which makes horses mad, Theocr.