ἐκχύνω: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kxu/nw
|Beta Code=e)kxu/nw
|Definition=v. [[ἐκχέω]].
|Definition=v. [[ἐκχέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -ύννω <i>Eu.Matt</i>.23.35, 26.28, <i>Act.Ap</i>.22.20<br />[[verter]], [[derramar]] en v. pas. τὸ ... ὕδωρ μὴ ἔξω ἐκχύνηται al operar un autómata, Hero <i>Spir</i>.2.34 (p.310), πᾶν [[αἷμα]] ... ἐκχυννόμενον ἐπὶ τῆς γῆς <i>Eu.Matt</i>.l.c., cf. 26.28, <i>Act.Ap</i>.l.c., ῥήγνυται ὁ ἀσκὸς καὶ ἐκχύνεται ὁ οἶνος <i>A.Phil</i>.2.3, τὸ ὕδωρ τὸ ἐκχυννόμενον ἀεὶ τρέχει καὶ οὐχ ἵσταται Didym.<i>in Ps</i>.33.13, considerada palabra anticuada ἐῶ τὰ ἀρχαῖα ... τὸ πέταμαι καὶ <τὸ> ἐκχύνειν omito las palabras antiguas ... lo de «πέταμαι» y «ἐκχύνειν»</i> Luc.<i>Pseudol</i>.29.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἐκχέω]].
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἐκχέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -ύννω <i>Eu.Matt</i>.23.35, 26.28, <i>Act.Ap</i>.22.20<br />[[verter]], [[derramar]] en v. pas. τὸ ... ὕδωρ μὴ ἔξω ἐκχύνηται al operar un autómata, Hero <i>Spir</i>.2.34 (p.310), πᾶν [[αἷμα]] ... ἐκχυννόμενον ἐπὶ τῆς γῆς <i>Eu.Matt</i>.l.c., cf. 26.28, <i>Act.Ap</i>.l.c., ῥήγνυται ὁ ἀσκὸς καὶ ἐκχύνεται ὁ οἶνος <i>A.Phil</i>.2.3, τὸ ὕδωρ τὸ ἐκχυννόμενον ἀεὶ τρέχει καὶ οὐχ ἵσταται Didym.<i>in Ps</i>.33.13, considerada palabra anticuada ἐῶ τὰ ἀρχαῖα ... τὸ πέταμαι καὶ <τὸ> ἐκχύνειν omito las palabras antiguas ... lo de «πέταμαι» y «ἐκχύνειν»</i> Luc.<i>Pseudol</i>.29.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχύνω Medium diacritics: ἐκχύνω Low diacritics: εκχύνω Capitals: ΕΚΧΥΝΩ
Transliteration A: ekchýnō Transliteration B: ekchynō Transliteration C: ekchyno Beta Code: e)kxu/nw

English (LSJ)

v. ἐκχέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ύννω Eu.Matt.23.35, 26.28, Act.Ap.22.20
verter, derramar en v. pas. τὸ ... ὕδωρ μὴ ἔξω ἐκχύνηται al operar un autómata, Hero Spir.2.34 (p.310), πᾶν αἷμα ... ἐκχυννόμενον ἐπὶ τῆς γῆς Eu.Matt.l.c., cf. 26.28, Act.Ap.l.c., ῥήγνυται ὁ ἀσκὸς καὶ ἐκχύνεται ὁ οἶνος A.Phil.2.3, τὸ ὕδωρ τὸ ἐκχυννόμενον ἀεὶ τρέχει καὶ οὐχ ἵσταται Didym.in Ps.33.13, considerada palabra anticuada ἐῶ τὰ ἀρχαῖα ... τὸ πέταμαι καὶ <τὸ> ἐκχύνειν omito las palabras antiguas ... lo de «πέταμαι» y «ἐκχύνειν» Luc.Pseudol.29.

German (Pape)

[Seite 787] Sp., = ἐκχέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχύνω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἐκχέω, Λουκ. Ψευδολογ. 29.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐκχέω.

Greek Monolingual

και εκχέω (AM ἐκχέω)
1. χύνω προς τα έξω, χύνω
(«τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας»)
2. μέσ. εκχύνομαι
α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι
β) εκρέω, αναβλύζω
γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι
αρχ.
1. δίνω, εκτείνω, στέλνω κάτι άφθονα
2. διασπείρω
3. εκκενώνομαι, διοχετεύομαι
4. (για σκεύος) χύνω μακριά, αδειάζω
5. (για λέξεις) ξεστομίζω, προφέρω, λέγω
6. σπαταλώ, καταναλώνω
7. καταστρέφω, ματαιώνω
8. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω
9. παθ. (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά
10. ρίπτω, καταρρίπτω
11. απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι
12. (για όρκους) παραβαίνω
13. μέσ. παραδίδομαι σε ένα πάθος, αισθάνομαι ευχαρίστηση
14. (για ύπνο) απομακρύνω, αποτινάσσω («ἐκχέω ὕπνον»).

Russian (Dvoretsky)

ἐκχύνω: NT = ἐκχέω I.