διασφάξ: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=αγος (ἡ) :<br /><b>1</b> intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;<br /><b>2</b> cavité.<br />'''Étymologie:''' διασφάττω.
|btext=αγος (ἡ) :<br /><b>1</b> intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;<br /><b>2</b> cavité.<br />'''Étymologie:''' διασφάττω.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διασφάξ''': άγος, ἡ, ([[διασφάζω]]) πᾶν [[ἄνοιγμα]] βιαίως γινόμενον, [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], ἰδίως [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], δι’ ἧς ῥέει [[ποταμός]], ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κοιλότης]], οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = [[αἰδοῖον]] [[γυναικεῖον]], Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
|elnltext=διασφάξ -άγος, ἡ [διά, σφάζω] kloof, ravijn; kanaal; geneesk. vertakking (van aderen).
}}
{{elru
|elrutext='''διασφάξ:''' άγος () ἡ расселина, расщелина, скалистое ущелье Her., Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διασφάξ:''' -[[άγος]], ἡ ([[σφάζω]]), [[κάθε]] [[άνοιγμα]] που προκαλείται βίαια, [[σχίσμα]], [[ρήγμα]], [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διασφάξ:''' -[[άγος]], ἡ ([[σφάζω]]), [[κάθε]] [[άνοιγμα]] που προκαλείται βίαια, [[σχίσμα]], [[ρήγμα]], [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διασφάξ:''' άγος () ἡ расселина, расщелина, скалистое ущелье Her., Plut., Luc.
|lstext='''διασφάξ''': άγος, ἡ, ([[διασφάζω]]) πᾶν [[ἄνοιγμα]] βιαίως γινόμενον, [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], ἰδίως [[βραχώδης]] [[χαράδρα]], δι’ ἧς ῥέει [[ποταμός]], ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[κοιλότης]], οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = [[αἰδοῖον]] [[γυναικεῖον]], Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.
}}
{{elnl
|elnltext=διασφάξ -άγος, [διά, σφάζω] kloof, ravijn; kanaal; geneesk. vertakking (van aderen).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> [-[[σφάζω]]<br />any [[opening]] made by [[violence]], a [[cleft]], [[rocky]] [[gorge]], Hdt.
|mdlsjtxt=<i>n</i> [-[[σφάζω]]<br />any [[opening]] made by [[violence]], a [[cleft]], [[rocky]] [[gorge]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασφάξ Medium diacritics: διασφάξ Low diacritics: διασφάξ Capitals: ΔΙΑΣΦΑΞ
Transliteration A: diaspháx Transliteration B: diasphax Transliteration C: diasfaks Beta Code: diasfa/c

English (LSJ)

άγος, ἡ, (διασφάζω) A any opening made by violence, rent, esp. gorge, through which a river runs, Hdt.2.158 (pl.),3.117, etc.; cleft in the earth, Lyc.317. 2 Medic., of divisions of blood vessels, Hp.Loc.Hom.3; fissure in the liver, Herophil. ap. Gal.2.570. 3 sluice, POxy.1188.24 (i A. D.). II gill cavity, in fishes, Opp.H. 1.744. 2 = τὸ θῆλυ μόριον (vagina), Eust.897.60.

Spanish (DGE)

-άγος, ἡ
I 1desfiladero, gargantaδιῶρυξ ... ἔπειτα τείνει ἐς διασφάγας Hdt.2.158, ποταμὸς ... διὰ διασφάγος ἀγόμενος Hdt.3.117, διασφάγες τῶν ὀρέων Hdt.ib., cf. 7.199, 216, Str.11.14.13, Aristid.Or.21.11, Plu.2.515c (= Emp.A 14), 2.1126b (= Emp.A 14), Sud.
2 abertura, sima, fosa en la tierra, Lyc.317, cf. Sch.Lyc.316, 1064, Hdn.Epim.20
hendidura, grieta en las rocas marinas, Ael.NA 1.23
brecha, ruptura voluntaria de un dique en un canal de irrigación POxy.1188.24 (I d.C.).
3 estrecho, canal ἁλιπόρος διασφάξ canal por donde pasa el mar Luc.Trag.24.
II anat.
1 branquias Opp.H.1.744.
2 coño Eust.897.60.
3 fisura en el hígado, Herophil.62a.

German (Pape)

[Seite 605] άγος, ἡ, Felsenspalte, Schlucht, Her. 2, 158. 3, 117. 7, 199, nach Gregor. Cor. διάσφαγες αἱ διεστῶσαι πέτραι, auch διασφᾶγες falsch accentuirt. Nach VLL. bei Com. = die weibliche Schaam.

French (Bailly abrégé)

αγος (ἡ) :
1 intervalle entre deux rochers ; crevasse, précipice;
2 cavité.
Étymologie: διασφάττω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασφάξ -άγος, ἡ [διά, σφάζω] kloof, ravijn; kanaal; geneesk. vertakking (van aderen).

Russian (Dvoretsky)

διασφάξ: άγος (ᾰ) ἡ расселина, расщелина, скалистое ущелье Her., Plut., Luc.

Greek Monolingual

η (AM διασφάξ)
1. κάθε άνοιγμα που δημιουργήθηκε βίαια, χαράδρα, φαράγγι, βαθιά σχισμή βράχου, ρέμα
2. χάσμα στη γη
αρχ.
1. σχισμή αιμοφόρων αγγείων
2. σχισμή του ήπατος
3. σχισμή ή κοιλότητα γύρω από τα βράγχια τών ψαριών
4. το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -σφαξ < σφαξ (βλ. λ. σφάζω)].

Greek Monotonic

διασφάξ: -άγος, ἡ (σφάζω), κάθε άνοιγμα που προκαλείται βίαια, σχίσμα, ρήγμα, βραχώδης χαράδρα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

διασφάξ: άγος, ἡ, (διασφάζω) πᾶν ἄνοιγμα βιαίως γινόμενον, σχίσμα, ῥῆγμα, ἰδίως βραχώδης χαράδρα, δι’ ἧς ῥέει ποταμός, ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 158., 3.117, κτλ. ΙΙ. καθόλου, κοιλότης, οἵα εὕρηται παρὰ τοῖς ἰχθύσιν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 744. 2) = αἰδοῖον γυναικεῖον, Valck. Σχόλ. Φοιν. 26, Ruhnk. Τίμ.

Middle Liddell

n [-σφάζω
any opening made by violence, a cleft, rocky gorge, Hdt.