κηδεστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout parent par alliance;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> beau-père;<br /><b>2</b> beau-frère, mari de la sœur <i>ou</i> frère de la femme;<br /><b>3</b> gendre, beau-fils;<br /><b>4</b> beau-père, second mari de la mère.<br />'''Étymologie:''' [[κήδομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout parent par alliance;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> beau-père;<br /><b>2</b> beau-frère, mari de la sœur <i>ou</i> frère de la femme;<br /><b>3</b> gendre, beau-fils;<br /><b>4</b> beau-père, second mari de la mère.<br />'''Étymologie:''' [[κήδομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κηδεστής''': -οῦ, ὁ, ([[κῆδος]], [[κηδεύω]]) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) [[γαμβρός]], Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) [[πενθερός]], Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]], «[[μητρυιός]]», αὐτ. 954. 7. 3) [[ἀνδράδελφος]] ἢ [[γυναικάδελφος]], Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.
|elnltext=κηδεστής -οῦ, ὁ, Dor. καδεστάς [κήδος] aanverwant, spec. schoonzoon, schoonvader, schoonbroer.
}}
{{elru
|elrutext='''κηδεστής:''' дор. [[καδεστάς|κᾱδεστάς]], οῦ состоящий в свойстве, свойственник (тесть Arph.; зять Lys.; шурин Eur.; отчим Dem.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κηδεστής:''' -οῦ, ὁ ([[κῆδος]]), [[συγγενής]] μέσω γάμου, Λατ. offinis, σε Ξεν. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[γαμπρός]] (από γάμο), [[πεθερός]], [[πατριός]], σε Δημ.· [[κουνιάδος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κηδεστής:''' -οῦ, ὁ ([[κῆδος]]), [[συγγενής]] μέσω γάμου, Λατ. offinis, σε Ξεν. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[γαμπρός]] (από γάμο), [[πεθερός]], [[πατριός]], σε Δημ.· [[κουνιάδος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κηδεστής:''' дор. [[καδεστάς|κᾱδεστάς]], οῦ ὁ состоящий в свойстве, свойственник (тесть Arph.; зять Lys.; шурин Eur.; отчим Dem.).
|lstext='''κηδεστής''': -οῦ, ὁ, ([[κῆδος]], [[κηδεύω]]) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) [[γαμβρός]], Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) [[πενθερός]], Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]], «[[μητρυιός]]», ὁ αὐτ. 954. 7. 3) [[ἀνδράδελφος]] ἢ [[γυναικάδελφος]], Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.
}}
{{elnl
|elnltext=κηδεστής -οῦ, ὁ, Dor. καδεστάς [κήδος] aanverwant, spec. schoonzoon, schoonvader, schoonbroer.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεστής Medium diacritics: κηδεστής Low diacritics: κηδεστής Capitals: ΚΗΔΕΣΤΗΣ
Transliteration A: kēdestḗs Transliteration B: kēdestēs Transliteration C: kidestis Beta Code: khdesth/s

English (LSJ)

Dor. καδεστάς AP7.712 (Erinna), οῦ, ὁ: (κῆδος, κηδεύω): —
A connection by marriage, Pl.Lg.773b, X.Mem.1.1.8, Arist. Pol.1312b16, Cerc.17.25 (pl.), Ph.2.555 (pl.), etc.; esp.
1 son-in-law, Antipho 6.12, Isoc.10.43.
2 father-in-law, Ar.Th.74, 210, D.19.118, etc.; also, step-father, Id.36.31.
3 brother-in-law, E. Hec.834, And.1.50, Lys.13.1, Is.6.27, D.30.12, Timae.84.

German (Pape)

[Seite 1429] ὁ, Jeder durch Heirath Verwandte, Verschwägerte, Plat. Legg. VI, 773 b; – Schwiegersohn, Antiph. 6, 12, Πάρις ἐπεθύμησε Διὸς γενέσθαι καὶ κληθῆναι κηδεστής Isocr. 10, 42, Plut. Pericl. 11 u. A.; – Schwiegervater, Ar. Th. 74, Andoc. 4, 15, D. Hal. 4, 28; – Schwager, sowohl Frauenbruder, Eur. Hec. 834 Lys. 13, 1 u. 40 Andoc. 1, 50, als Mannesbruder, Dem. 30, 12 u. A.; – auch Stiefvater, Dem. 36, 31. – An vielen Stellen tritt der eigentliche Verwandtschaftsgrad nicht deutlich hervor. Vgl. κηδεμών.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. tout parent par alliance;
II. particul.
1 beau-père;
2 beau-frère, mari de la sœur ou frère de la femme;
3 gendre, beau-fils;
4 beau-père, second mari de la mère.
Étymologie: κήδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεστής -οῦ, ὁ, Dor. καδεστάς [κήδος] aanverwant, spec. schoonzoon, schoonvader, schoonbroer.

Russian (Dvoretsky)

κηδεστής: дор. κᾱδεστάς, οῦ ὁ состоящий в свойстве, свойственник (тесть Arph.; зять Lys.; шурин Eur.; отчим Dem.).

Greek Monolingual

ο (Α κηδεστής, -οῦ, δωρ. τ. καδεστάς)
συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος
αρχ.
(ειδικότερα)
1. γαμπρός, σύζυγος της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός του Διός, Ισοκρ.)
2. πεθερός («τῷ δὲ κηδεστής ἐκεῖνος» — εκείνος είναι πεθερός του, Δημοσθ.
3. μητριός
4. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — γιατί ο Διονυσόδωρος ήταν αδελφός της γυναίκας μου, Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κηδεσ- του κήδος + κατάλ. -της (πρβλ. ακρηστής, αργεσ-στής)].

Greek Monotonic

κηδεστής: -οῦ, ὁ (κῆδος), συγγενής μέσω γάμου, Λατ. offinis, σε Ξεν. κ.λπ.· ιδίως, γαμπρός (από γάμο), πεθερός, πατριός, σε Δημ.· κουνιάδος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεστής: -οῦ, ὁ, (κῆδος, κηδεύω) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) γαμβρός, Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) πενθερός, Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· ὡσαύτως, «μητρυιός», ὁ αὐτ. 954. 7. 3) ἀνδράδελφοςγυναικάδελφος, Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.

Middle Liddell

κηδεστής, οῦ, κῆδος
a connection by marriage, Lat. affinis, Xen., etc.: esp. a son-in-law, father-in-law, a step-father, Dem.:— a brother-in-law, Eur.

English (Woodhouse)

kinsman by marriage, one allied by marriage, relation by marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)