πανσέληνος: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de la pleine lune ; ἡ [[πανσέληνος]] ([[ὥρα]]) HDT le temps de la pleine lune;<br /><b>2</b> qui est dans son plein ; [[σελήνη]] THC lune dans son plein, pleine lune ; ἡ [[πανσέληνος]] ([[σελήνη]]) ESCHL la pleine lune.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σελήνη]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de la pleine lune ; ἡ [[πανσέληνος]] ([[ὥρα]]) HDT le temps de la pleine lune;<br /><b>2</b> qui est dans son plein ; [[σελήνη]] THC lune dans son plein, pleine lune ; ἡ [[πανσέληνος]] ([[σελήνη]]) ESCHL la pleine lune.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σελήνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πανσέληνος -ον [πᾶς, σελήνη] van de volle maan, bij volle maan, vol:; κύκλος π. de cirkel van de volle maan Eur. Ion 1155; ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος het was net volle maan Thuc. 7.50.4; subst.. ἡ πανσέληνος ( sc. ὥρα ) de volle maan. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνσέληνος:'''<br /><b class="num">I</b> редко [[πασσέληνος]] 2 полнолунный, озаренный полной луной ([[νύξ]] Arst.): ὁ π. [[κύκλος]] Eur. и ἡ π. [[σελήνη]] Thuc. полная луна; τὰ ἐκλειπτικὰ πανσέληνα Plut. полное затмение луны.<br /><b class="num">[[πανσέληνος]]:</b> <b class="num">II</b> ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[ὥρα]]) полнолуние Her. etc. тж. pl. Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[σελήνη]]) полная луна Aesch., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πανσέληνος:''' ή πασ-σέληνος, -ον ([[σελήνη]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη [[σελήνη]] όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ [[σελήνη]] ἐτύγχανε [[οὖσα]] [[πανσέληνος]], σε Θουκ.· [[πανσέληνος]] [[κύκλος]], ο [[πλήρης]] [[κύκλος]] της σελήνης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[πανσέληνος]] (ενν. [[ὥρα]]), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν [[αὔριον]] πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· [[χωρίς]] [[άρθρο]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πανσέληνος:''' ή πασ-σέληνος, -ον ([[σελήνη]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη [[σελήνη]] όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ [[σελήνη]] ἐτύγχανε [[οὖσα]] [[πανσέληνος]], σε Θουκ.· [[πανσέληνος]] [[κύκλος]], ο [[πλήρης]] [[κύκλος]] της σελήνης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[πανσέληνος]] (ενν. [[ὥρα]]), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν [[αὔριον]] πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· [[χωρίς]] [[άρθρο]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πανσέληνος''': ἢ πασσ- (ὡς ὁ Βεκκῆρ. ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ 2. 8, 6, κ. ἀλλ.), ον· - ἐπὶ τῆς σελήνης [[ὅταν]] φαίνηται πεφωτισμένη [[ὁλόκληρος]], ἡ [[σελήνη]] ἐτύγχανεν οὖσα π. Θουκ. 7. 50· π. [[κύκλος]], ὁ [[πλήρης]] [[κύκλος]] τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων 1155· τὰς νύκτας τὰς π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. 2) ἡ [[πανσέληνος]] (ἐξυπακ. ὥρα), ὁ [[χρόνος]] τῆς πανσελήνου, Ἡρόδ. 2. 47., 6. 106, 120, Ἀριστοφ. Ἀχ. 84· τὰν [[αὔριον]] παν., κατὰ τὴν προσεχῆ πανσέληνον, Σοφ. Ο. Τ. 1090˙ ἢ ἀνάρθρως, [[πανσέληνος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 389, Ἀνδοκ. 6. 13˙ ταῖς πανσελήνοις ἢ ἐν ταῖς π., κατὰ τὰς πανσελήνους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4 καὶ 23, 4˙ [[ὡσαύτως]] πανσέληνον, τό, Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 36. ΙΙ. [[στρογγύλος]] ὡς ἡ [[πανσέληνος]], χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐκπιών ὑφείλετοἝρμιππος ἐν «Κέρκωψι» 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:04, 2 October 2022
English (LSJ)
or πασσέληνος (Arist.APo.93a37 cod. A), ον, of the moon, A at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Th.7.50; κύκλος πανσέληνος = the moon's full orb, E.Ion1155; τὰς νύκτας τὰς πανσελήνες Arist.HA622b27. 2 ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) = the time of full moon, Hdt.2.47, 6.120, Ar.Ach.84; τὰν αὔριον πανσέληνον (s. v.l.) at tomorrow's full moon, S.OT1090 (lyr.): without the Art., πανσέληνος A.Th.389, And.1.38; ταῖς πανσελήνοις or ἐν ταῖς πανσελήνοις = at the seasons of full moon, Arist.HA544a20, 555a10, cf. Stoic.1.34; πανσέληνον, τό, Apollon.Mir.36. II round as the full moon, χρυσίς Hermipp.37 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 462] vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de la pleine lune ; ἡ πανσέληνος (ὥρα) HDT le temps de la pleine lune;
2 qui est dans son plein ; σελήνη THC lune dans son plein, pleine lune ; ἡ πανσέληνος (σελήνη) ESCHL la pleine lune.
Étymologie: πᾶν, σελήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανσέληνος -ον [πᾶς, σελήνη] van de volle maan, bij volle maan, vol:; κύκλος π. de cirkel van de volle maan Eur. Ion 1155; ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος het was net volle maan Thuc. 7.50.4; subst.. ἡ πανσέληνος ( sc. ὥρα ) de volle maan.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνσέληνος:
I редко πασσέληνος 2 полнолунный, озаренный полной луной (νύξ Arst.): ὁ π. κύκλος Eur. и ἡ π. σελήνη Thuc. полная луна; τὰ ἐκλειπτικὰ πανσέληνα Plut. полное затмение луны.
πανσέληνος: II ἡ
1) (sc. ὥρα) полнолуние Her. etc. тж. pl. Arst.;
2) (sc. σελήνη) полная луна Aesch., Plut.
Greek Monolingual
-ο / πανσέληνος, -ον, Α και πασσέληνος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η πανσέληνος
αστρον. φάση της Σελήνης κατά την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος και και η οποία συντελείται κάθε 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. πλησιφαής σελήνη, γεμάτο φεγγάρι
μσν.-αρχ.
(για τη σελήνη) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, πλησιφαής («ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος», Θουκ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ο χρόνος κατά τον οποίο η σελήνη είναι ολόφωτη
2. στρογγυλός σαν τη σελήνη όταν είναι ολόφωτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ημι-σέληνος, πλησι-σέληνος].
Greek Monotonic
πανσέληνος: ή πασ-σέληνος, -ον (σελήνη)·
1. λέγεται για τη σελήνη όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος, σε Θουκ.· πανσέληνος κύκλος, ο πλήρης κύκλος της σελήνης, σε Ευρ.
2. ἡ πανσέληνος (ενν. ὥρα), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν αὔριον πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· χωρίς άρθρο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πανσέληνος: ἢ πασσ- (ὡς ὁ Βεκκῆρ. ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ 2. 8, 6, κ. ἀλλ.), ον· - ἐπὶ τῆς σελήνης ὅταν φαίνηται πεφωτισμένη ὁλόκληρος, ἡ σελήνη ἐτύγχανεν οὖσα π. Θουκ. 7. 50· π. κύκλος, ὁ πλήρης κύκλος τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων 1155· τὰς νύκτας τὰς π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. 2) ἡ πανσέληνος (ἐξυπακ. ὥρα), ὁ χρόνος τῆς πανσελήνου, Ἡρόδ. 2. 47., 6. 106, 120, Ἀριστοφ. Ἀχ. 84· τὰν αὔριον παν., κατὰ τὴν προσεχῆ πανσέληνον, Σοφ. Ο. Τ. 1090˙ ἢ ἀνάρθρως, πανσέληνος Αἰσχύλ. Θήβ. 389, Ἀνδοκ. 6. 13˙ ταῖς πανσελήνοις ἢ ἐν ταῖς π., κατὰ τὰς πανσελήνους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4 καὶ 23, 4˙ ὡσαύτως πανσέληνον, τό, Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 36. ΙΙ. στρογγύλος ὡς ἡ πανσέληνος, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐκπιών ὑφείλετοἝρμιππος ἐν «Κέρκωψι» 2.
Middle Liddell
παν-σέληνος, ορ πασ-σέληνος, ον, σελήνη
1. of the moon, at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Thuc.; π. κύκλος the moon's full orb, Eur.
2. ἡ πανσέληνος (sc. ὥρἀ the time of full moon, Hdt., Ar.; τὰν αὔριον π. at the next full moon, Soph.; without the Art., Aesch.