περιποίησις: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de sauver d'un danger, conservation;<br /><b>2</b> acquisition ; possession.<br />'''Étymologie:''' [[περιποιέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de sauver d'un danger, conservation;<br /><b>2</b> acquisition ; possession.<br />'''Étymologie:''' [[περιποιέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιποίησις -εως, ἡ [περιποιέω] redding:. εἰς περιποίησιν ψυχῆς tot redding van de ziel NT Hebr. 10.39. het verkrijgen:. εἰς περιποίησιν σωτηρίας tot verwerving van zaligheid NT 1 Thes. 5.9. eigendom:. λαὸς εἰς περιποίησιν een volk tot eigendom (van God) NT 1 Pet. 2.9. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιποίησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сохранение]], [[спасение]] ([[σωτηρία]] π. [[ἀβλαβής]], sc. ἐστιν Plat.; τῆς ψυχῆς NT);<br /><b class="num">2)</b> [[получение]], [[приобретение]] (δόξης NT);<br /><b class="num">3)</b> [[достояние]], [[удел]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιποίησις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ασφαλής]] [[διατήρηση]], [[συντήρηση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> (από Μέσ.), [[επικερδής]] [[κατοχή]], [[απόκτημα]], [[απόκτηση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατοχή]], [[κτήση]], στο ίδ. | |lsmtext='''περιποίησις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ασφαλής]] [[διατήρηση]], [[συντήρηση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> (από Μέσ.), [[επικερδής]] [[κατοχή]], [[απόκτημα]], [[απόκτηση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατοχή]], [[κτήση]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:45, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A keeping safe, preservation, Pl.Def.415c, LXX 2 Ch.14.13(12), Ma.3.17, Ep.Hebr.10.39. 2 concrete, those who are saved, Ep.Eph.1.14. II gaining possession of, acquisition, 1 Ep.Thess.5.9, 2 Ep.Thess.2.14, PTeb. 317.26 (ii A. D.), Vett.Val.85.16, Just.Edict.13.15; procuring, A.D. Synt.294.9. 2 λαὸς εἰς περιποίησιν, = λ. περιούσιος, 1 Ep.Pet.2.9.
German (Pape)
[Seite 588] ἡ, das Erhalten, Erübrigen, Erwerben, N. T. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de sauver d'un danger, conservation;
2 acquisition ; possession.
Étymologie: περιποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιποίησις -εως, ἡ [περιποιέω] redding:. εἰς περιποίησιν ψυχῆς tot redding van de ziel NT Hebr. 10.39. het verkrijgen:. εἰς περιποίησιν σωτηρίας tot verwerving van zaligheid NT 1 Thes. 5.9. eigendom:. λαὸς εἰς περιποίησιν een volk tot eigendom (van God) NT 1 Pet. 2.9.
Russian (Dvoretsky)
περιποίησις: εως ἡ
1) сохранение, спасение (σωτηρία π. ἀβλαβής, sc. ἐστιν Plat.; τῆς ψυχῆς NT);
2) получение, приобретение (δόξης NT);
3) достояние, удел NT.
Greek (Liddell-Scott)
περιποίησις: ἡ, ἀσφαλὴς διατήρησις, Ὅρ. Πλάτ. 415C, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΙΔ΄, 13), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ι΄, 39· ― ἐν τῇ πρὸς Ἐφεσ. α΄, 14, τῆς περιποιήσεως φαίνεται ὅτι εἶναι = τῶν περιποιηθέντων, τῶν διασωθέντων. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τό, κτᾶσθαί τι, κτῆσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. ε΄, 9, Β΄, β΄, 14. 2) κτῆσις, κατοχή, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 9.
English (Strong)
from περιποιέομαι; acquisition (the act or the thing); by extension, preservation: obtain(-ing), peculiar, purchased, possession, saving.
English (Thayer)
(περιρραίνω) (Tdf. περιραίνω, with one rho ῥ; see Rho): perfect passive participle, περιρεραμμενος (cf. Mu); (περί and ῤαίνω to sprinkle); to sprinkle around, besprinkle: ἱμάτιον, passive, Tdf. (others, βεβαμμένον (except WH ῥεραντισμενον, see ῤαντίζω, and their Appendix at the passage)). (Aristophanes, Menander, Philo, Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monotonic
περιποίησις: ἡ,
I. ασφαλής διατήρηση, συντήρηση, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. (από Μέσ.), επικερδής κατοχή, απόκτημα, απόκτηση, στο ίδ.
2. κατοχή, κτήση, στο ίδ.
Middle Liddell
περιποίησις, εως, [from περιποιέω
I. a keeping safe, preservation, NTest.
II. (from Mid.) a gaining possession of, acquisition, obtaining, NTest.
2. a possession, NTest.
Chinese
原文音譯:eripo⋯hsij 胚里-拍誒西士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:周圍-作(著) 相當於: (נָצַל) (סְגֻלָּה)
字義溯源:獲得產業,產業,保存,保全,拯救,得救,得著;源自(περιποιέω)=保全自己,買得);由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ποιέω)*=作,行)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(6);路(1);弗(1);帖前(1);帖後(1);來(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 得著(2) 帖前5:9; 帖後2:14;
2) 產業的(1) 彼前2:9;
3) 得救(1) 來10:39;
4) 保全(1) 路17:33;
5) 產業(1) 弗1:14