προκάλυμμα: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;<br /><i>fig.</i> prétexte, excuse.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλύπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;<br /><i>fig.</i> prétexte, excuse.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προκάλυμμα -ατος, τό [προκαλύπτω] ‘voorhang’ gordijn; sluier. alg. bedekking, beschutting:; προκαλύμματα... δέρσεις καὶ διφθέρας vellen en huiden als beschutting Thuc. 2.75.5; overdr. dekmantel:. ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται met fraaie woorden opgesmukte redevoeringen dienen slechts als dekmantel voor slechte daden Thuc. 3.67.6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[завеса]], [[покрывало]] (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.): προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. быть прикрытым кожами; τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. доспехи;<br /><b class="num">2)</b> перен. покров, прикрытие, личина, маскировка (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προκάλυμμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[παραπέτασμα]], όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάλυμμα]], ως [[προστασία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσχημα]] ή [[πρόφαση]], στον ίδ., Λουκ. | |lsmtext='''προκάλυμμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τοποθετείται [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[παραπέτασμα]], όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάλυμμα]], ως [[προστασία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσχημα]] ή [[πρόφαση]], στον ίδ., Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προκάλυμμα''': τό, [[κάλυμμα]], τιθέμενον πρό τινος, [[παραπέτασμα]] χρησιμεῦον ὡς [[θύρα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) [[κάλυμμα]] [[ὅπερ]] χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, [[πρόσχημα]], [[πρόφασις]], ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό, A anything put before, veil, curtain, A.Ag. 691 (lyr., pl.). 2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b. 3 metaph., screen, cloak, ἁμαρτανομένων λόγοι… π. γίγνονται Th.3.67; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23 Beibl.285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1; τῆς βδελυρίας Luc. Pseudol.31; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.
German (Pape)
[Seite 727] τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς προκάλυμμα εἶεν τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;
fig. prétexte, excuse.
Étymologie: προκαλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκάλυμμα -ατος, τό [προκαλύπτω] ‘voorhang’ gordijn; sluier. alg. bedekking, beschutting:; προκαλύμματα... δέρσεις καὶ διφθέρας vellen en huiden als beschutting Thuc. 2.75.5; overdr. dekmantel:. ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται met fraaie woorden opgesmukte redevoeringen dienen slechts als dekmantel voor slechte daden Thuc. 3.67.6.
Russian (Dvoretsky)
προκάλυμμα: ατος τό
1) завеса, покрывало (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.): προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. быть прикрытым кожами; τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. доспехи;
2) перен. покров, прикрытие, личина, маскировка (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.).
Greek Monolingual
-ύμματος, τὸ, ΝΑ προκαλύπτω
1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη
2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.)
νεοελλ.
στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και καθετί που παρέχει κάλυψη ενός μαχητή από την παρατήρηση του εχθρού
αρχ.
οτιδήποτε χρησιμεύει για σκέπασμα και προφύλαξη, το περίβλημα («σάρξ ὀστέων προκάλυμμα», Τίμ. Λοκρ.).
Greek Monotonic
προκάλυμμα: -ατος, τό,
1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι άλλο, παραπέτασμα, όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.
2. κάλυμμα, ως προστασία, σε Θουκ.
3. μεταφ., πρόσχημα ή πρόφαση, στον ίδ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προκάλυμμα: τό, κάλυμμα, τιθέμενον πρό τινος, παραπέτασμα χρησιμεῦον ὡς θύρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) κάλυμμα ὅπερ χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, πρόσχημα, πρόφασις, ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5.
Middle Liddell
προκάλυμμα, ατος, τό,
1. anything put before, a curtain, such as was hung in doorways instead of doors, Aesch.
2. a covering, as a protection, Thuc.
3. metaph. a screen or cloak, Thuc., Luc. [from προκᾰλύπτω]