σκιάς: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=άδος (ἡ) :<br />tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]]. | |btext=άδος (ἡ) :<br />tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκιάς -άδος, ἡ [σκιά] pergola, prieel, baldakijn (schaduwgevend afdak). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκιάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ навес, балдахин, купол (для защиты от солнца) Theocr., Plut., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σκῐάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[σκιά]]), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει [[σκιά]], [[παραπέτασμα]], [[στέγαστρο]], [[υπόστεγο]], [[ομπρέλα]], [[καπέλο]], σε Θεόκρ., Πλούτ. | |lsmtext='''σκῐάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[σκιά]]), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει [[σκιά]], [[παραπέτασμα]], [[στέγαστρο]], [[υπόστεγο]], [[ομπρέλα]], [[καπέλο]], σε Θεόκρ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκιάς''': -άδος, ἡ, (σκιὰ) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς σκιάν, [[εἶδος]] εὐρέος σκιαδείου ἐν εἴδει οὐρανοῦ (τὸ [[σχῆμα]] ἔχοντος ἀλεξηλίου), «τέντα» μὲ θολωτὴν ὀροφήν, «κιόσκι», Θεόκρ. 15. 119, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 141F, Πλουτ. Θεμιστ. 16· [[οἷον]] τὸ τοῦ Διονύσου (πρβλ. [[σκιάδειον]]), Πολυδ. Ζ΄, 174, Ἡσύχ. 2) Σκιὰς = ὁ ἐν Ἀθήναις [[θόλος]], Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 39· ἐπὶ σκιάδος, tholo praefectus, [[αὐτόθι]] 184, 191-4, ἴδε Böckh σ. 326, Ἀμμών. παρ’ Ἁρποκρ.· [[ὡσαύτως]], κυκλικόν τι [[οἰκοδόμημα]] ἐν Σπάρτῃ ἐν ᾧ ἠθροίζετο ὁ λαὸς ἐν Ἐκκλησίᾳ, Παυσ. 3. 12, 8, Ἀνθ. Π. 9. 488. ΙΙ. ὁ [[κόρυμβος]], τῶν κορυμβοειδῶν φυτῶν, Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. III. = [[ἀναδενδράς]], Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκιάς]], άδος, [[σκιά]]<br />any [[thing]] serving as a [[shade]], a [[canopy]], [[pavilion]], Theocr., Plut. | |mdlsjtxt=[[σκιάς]], άδος, [[σκιά]]<br />any [[thing]] serving as a [[shade]], a [[canopy]], [[pavilion]], Theocr., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, (σκιά) A canopy or arbour (in form like a sunshade), Eup.445, Theoc.15.119, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.141f, AP9.488 (Trypho, pl.), Plu.Them.16; of Dionysus (cf. σκιάδειον), Poll.7.174, Hsch. 2 esp. the θόλος at Athens, IG22.1013.39; ἐπὶ Σκιάδος warden of the Σ., ib.3.1041 (ii A.D.), 1051.22 (ii/iii A.D.), etc., cf. Ammon. ap. Harp. s.v. θόλος: also, a rotunda at Sparta in which the assemblies of the people were held, Paus.3.12.10. II umbel of plants, Phanias ap.Ath.9.371d (σκίλλα cj. Wilamowitz). III = ἀναδενδράς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 898] άδος, ἡ, 1) ein jedes Schattendach, bes. von abgerundeter Kuppelform, z. B. ein Theater od. Odeum in Lacedämon, Paus. 3, 12; vgl. Ath. IV, 141 e; Plut. Them. 16 Ant. 26. Nach Poll. 10, 127 = σκιάδιον, vgl. 7, 174. – 2) der Schirm, die Dolde der Dolden tragenden Pflanzen, umbella. – Bei Hesych. = ἀναδενδράς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, etc.).
Étymologie: σκιά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιάς -άδος, ἡ [σκιά] pergola, prieel, baldakijn (schaduwgevend afdak).
Russian (Dvoretsky)
σκιάς: άδος (ᾰδ) ἡ навес, балдахин, купол (для защиты от солнца) Theocr., Plut., Anth.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. σκιάδα.
(II)
Ν
επίρρ. τουλάχιστον («και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλ' απλώσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλ. τ.].
(III)
ο, Ν
1. απότομος, τραχύς άνθρωπος
2. συνεκδ. κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskiya «ληστής»].
Greek Monotonic
σκῐάς: -άδος, ἡ (σκιά), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει σκιά, παραπέτασμα, στέγαστρο, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Θεόκρ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάς: -άδος, ἡ, (σκιὰ) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς σκιάν, εἶδος εὐρέος σκιαδείου ἐν εἴδει οὐρανοῦ (τὸ σχῆμα ἔχοντος ἀλεξηλίου), «τέντα» μὲ θολωτὴν ὀροφήν, «κιόσκι», Θεόκρ. 15. 119, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 141F, Πλουτ. Θεμιστ. 16· οἷον τὸ τοῦ Διονύσου (πρβλ. σκιάδειον), Πολυδ. Ζ΄, 174, Ἡσύχ. 2) Σκιὰς = ὁ ἐν Ἀθήναις θόλος, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 39· ἐπὶ σκιάδος, tholo praefectus, αὐτόθι 184, 191-4, ἴδε Böckh σ. 326, Ἀμμών. παρ’ Ἁρποκρ.· ὡσαύτως, κυκλικόν τι οἰκοδόμημα ἐν Σπάρτῃ ἐν ᾧ ἠθροίζετο ὁ λαὸς ἐν Ἐκκλησίᾳ, Παυσ. 3. 12, 8, Ἀνθ. Π. 9. 488. ΙΙ. ὁ κόρυμβος, τῶν κορυμβοειδῶν φυτῶν, Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. III. = ἀναδενδράς, Ἡσύχ.
Middle Liddell
σκιάς, άδος, σκιά
any thing serving as a shade, a canopy, pavilion, Theocr., Plut.