Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψῆττα: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />plie <i>ou</i> barbue, <i>sorte de poisson plat</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψήχω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />plie <i>ou</i> barbue, <i>sorte de poisson plat</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψήχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψῆττα''': , [[εἶδος]] ἰχθύος πλατέος, «[[γλῶσσα]]» ἢ [[ῥόμβος]], Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. [[χονδροφυής]], [[εἶδος]] αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 [[εἶναι]] -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ [[τύπος]] ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).
|elnltext=ψῆττα -ης, ἡ [~ ψήχω?] platvis, bot (vis).
}}
{{elru
|elrutext='''ψῆττα:''' ἡ [[камбала]] Arph., Plat., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψῆττα:''' ἡ, είδος ψαριού που είναι πλατύ, όπως η [[γλώσσα]] ή ο [[ρόμβος]], Λατ. [[rhombus]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ψῆττα:''' ἡ, είδος ψαριού που είναι πλατύ, όπως η [[γλώσσα]] ή ο [[ρόμβος]], Λατ. [[rhombus]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψῆττα:''' ἡ [[камбала]] Arph., Plat., Arst.
|lstext='''ψῆττα''': , [[εἶδος]] ἰχθύος πλατέος, «[[γλῶσσα]]» ἢ [[ῥόμβος]], Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. [[χονδροφυής]], [[εἶδος]] αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 [[εἶναι]] -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ [[τύπος]] ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).
}}
{{elnl
|elnltext=ψῆττα -ης, [~ ψήχω?] platvis, bot (vis).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆττα Medium diacritics: ψῆττα Low diacritics: ψήττα Capitals: ΨΗΤΤΑ
Transliteration A: psē̂tta Transliteration B: psētta Transliteration C: psitta Beta Code: yh=tta

English (LSJ)

ἡ, a kind of A flat-fish, prob. turbot, Rhombus maximus, Ar. Lys.115,131, Pl.Smp.191d, Antiph.132.7 (anap.), Ath.7.329e, Luc. Pisc.49, Alciphr.1.7; ψ. χονδροφυής perhaps a skate, Matro Conv. 27. II a nickname for a glutton, Pl.Com.106. (The form ψῆσσα Alex. Trall.1.15, al., Zonar.; ψησία (s.v.l.) Suid.)

German (Pape)

[Seite 1397] ἡ, att. = ψῆσσα, Ar. Lys. 115. 131.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
plie ou barbue, sorte de poisson plat.
Étymologie: DELG ψήχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψῆττα -ης, ἡ [~ ψήχω?] platvis, bot (vis).

Russian (Dvoretsky)

ψῆττα:камбала Arph., Plat., Arst.

Greek Monolingual

η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι
αρχ.
(με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< ψήχ-), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. ψηχ- του ψήχω «τρίβω, ξυστρίζω», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού (πρβλ. γαλλ. limande «ψήττα» < λατ. lima «ρίνη»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. psētta].

Greek Monotonic

ψῆττα: ἡ, είδος ψαριού που είναι πλατύ, όπως η γλώσσα ή ο ρόμβος, Λατ. rhombus, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

ψῆττα: ἡ, εἶδος ἰχθύος πλατέος, «γλῶσσα» ἢ ῥόμβος, Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. χονδροφυής, εἶδος αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 εἶναι -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ τύπος ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).

Middle Liddell

ψῆττα, ἡ,
a flat-fish such as a plaice, sole, turbot, Lat. rhombus, Plat., etc.

Frisk Etymology German

ψῆττα: (att.),
{psē̃tta}
Forms: ψῆσσα (Alex. Trall.)
Grammar: f.
Meaning: N. eines Plattfisches, nähere Identifikation unsicher (’Scholle, Flunder’?), s. Thompson s.v.; übertr. Schlemmer (Pl. Kom.); Ψηττόποδες pl. N. eines mythischen Volkes (Luk.).
Derivative: Demin. ψηττάριον (Anaxandr.), ψησσίον (Zonar.).
Etymology: Kann für *ψηχι̯α stehen (vgl. θρίσσα von θρίξ u. a.), von ψήχω mit Beziehung auf die harte, rauhe Haut; vgl. ital. lima Feile (= lat.), auch Plattfisch (frz. limande), und Strömberg Fischn. 87 f. mit weiteren Beispielen.
Page 2,1136