ὑψίκομπος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-κομπος, ον,<br />[[high]] [[boasting]], [[arrogant]]: adv., Soph.
|mdlsjtxt=ὑψί-κομπος, ον,<br />[[high]] [[boasting]], [[arrogant]]: adv., Soph.
}}
{{trml
|trtx====[[boastful]]===
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: [[vantard]], [[fanfaron]]; Galician: fantoche, vaidoso; German: [[prahlerisch]], [[stolz]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονίας]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀλαζών]], [[αὐχαλέος]], [[αὐχήεις]], [[αὐχηματίας]], [[αὐχητής]], [[γαύρηξ]], [[γλωσσοκηλόκομπος]], [[Θράσων]], [[καυχηματίας]], [[καυχηματικός]], [[καυχήμων]], [[καυχητής]], [[κομπαστής]], [[κομπαστικός]], [[κομπολακύθης]], [[κομπός]], [[κομπῶδες]], [[κομπώδης]], [[μεγάλαυχος]], [[μεγαλήγορος]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαυχής]], [[περιαυτολογικός]], [[στόμαργος]], [[ὑπέραυχος]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπέρφρων]], [[ὑψαγόρας]], [[ὑψήγορος]], [[ὑψηλόφρων]], [[ὑψίκομπος]], [[φίλαυχος]]; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: [[iactans]]; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: [[orgulhoso]]; Russian: [[хвастливый]], [[гордый]]; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: [[jactancioso]], [[fachendoso]]; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам
}}
}}

Revision as of 12:20, 1 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκομπος Medium diacritics: ὑψίκομπος Low diacritics: υψίκομπος Capitals: ΥΨΙΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: hypsíkompos Transliteration B: hypsikompos Transliteration C: ypsikompos Beta Code: u(yi/kompos

English (LSJ)

ον, boasting, arrogant, Eust.1687.49. Adv. ὑψῐ-πως S.Aj.766.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὕψι, κόμπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκομπος: -ον, ὁ μεγάλως κομπάζων, ὑπερήφανος, Εὐστάθ. 1687. 49. Ἐπίρρ., -πως, ὁ δ’ ὑψικόμπως κἀφρόνως ἠμείψατο Σοφ. Αἴ. 766.

Greek Monolingual

-ον, Μ
κομπορρήμων, αλαζόνας.
επίρρ...
ὑψικόμπως Α
με κομπορρημοσύνη, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόμπος «κομπασμός» (πρβλ. πολύ-κομπος)].

Greek Monotonic

ὑψίκομπος: -ον, υπερβολικά κομπορρήμων, υπερόπτης, αλαζόνας, επηρμένος, αυθάδης· επίρρ., σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-κομπος, ον,
high boasting, arrogant: adv., Soph.

Translations

boastful

Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам