ὑπόπορτις: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />mère qui allaite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πόρτις]].
|btext=ιος (ἡ) :<br />mère qui allaite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πόρτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπορτις:''' ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόπορτις:''' -ιος, ἡ, αυτή που έχει από [[κάτω]] της ένα [[μοσχαράκι]], λέγεται για [[αγελάδα]]· μεταφ., για [[γυναίκα]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὑπόπορτις:''' -ιος, ἡ, αυτή που έχει από [[κάτω]] της ένα [[μοσχαράκι]], λέγεται για [[αγελάδα]]· μεταφ., για [[γυναίκα]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπορτις:''' ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,<br />with a [[calf]] under her, of a cow:— metaph. of a [[woman]], Hes.
|mdlsjtxt=ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,<br />with a [[calf]] under her, of a cow:— metaph. of a [[woman]], Hes.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπορτις Medium diacritics: ὑπόπορτις Low diacritics: υπόπορτις Capitals: ΥΠΟΠΟΡΤΙΣ
Transliteration A: hypóportis Transliteration B: hypoportis Transliteration C: ypoportis Beta Code: u(po/portis

English (LSJ)

ιος, ἡ, with a calf under her, of a cow: metaph. of a mother with a child at the breast, Hes.Op.603; cf. ὕπαρνος.

German (Pape)

[Seite 1229] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
mère qui allaite.
Étymologie: ὑπό, πόρτις.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπορτις: ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον ὑποκάτω, ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης τέκνον εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπωλος.

Greek Monolingual

-όρτιος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για αγελάδα) αυτή που έχει κάτω από τον μαστό της μοσχάρι
2. μτφ. μητέρα που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόρτις «νεαρή αγελάδα»].

Greek Monotonic

ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, αυτή που έχει από κάτω της ένα μοσχαράκι, λέγεται για αγελάδα· μεταφ., για γυναίκα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,
with a calf under her, of a cow:— metaph. of a woman, Hes.