καταμηνύω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταμηνύω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''καταμηνύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обозначать]], [[указывать]] ([[στήλη]] καταπεπηγυῖα καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her.);<br /><b class="num">2</b> [[давать знак]] (τοῖς ὄμμασι Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[рассказывать]], [[открывать]] (τὴν πρᾶξιν Plut.): [[οὔποτε]] τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков;<br /><b class="num">4</b> [[показывать против]], [[обвинять]], [[уличать]]: κ. καταψευδομένου τινός Xen. уличать кого-л. во лжи;<br /><b class="num">5</b> [[доносить]] (τῶν [[ἀνδρῶν]] Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:29, 25 November 2022
English (LSJ)
A point out, make known, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Hdt.7.30; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω A.Pr.176 (anap.), cf. Plu.Them.23, etc.; κ. ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος Hdt.6.29; τὸν Ὅμηρον ὅτι… Phld. Hom.p.54 O.:—Pass., Jul.adAth.273d. 2 inform against, τινος Lys.13.49, cf. D.24.60; also τινὰς πρός τινα D.H.4.43:—Pass., ὑπό τινος καταμηνυθείς ib.62, cf. Cod.Just.10.11.8.4. 3 of a god, give a sign, X.HG3.3.2.
German (Pape)
[Seite 1363] anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.
French (Bailly abrégé)
1 indiquer, signaler, expliquer;
2 dénoncer, accuser, gén..
Étymologie: κατά, μηνύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μηνύω, Dor. καταμανύω onthullen, aanwijzen:; καταμηνύει ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος hij onthulde dat hij Histiaeus was Hdt. 6.29.2; καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους (de zuil) geeft door een opschrift de grens aan Hdt. 7.30.2; met gen. en pred. ptc.: ὁ Ποτειδὰν καὶ μάλα σευ ψευδομένω κατεμάνυσεν Poseidon heeft met zekerheid over jou aangegeven dat jij liegt Xen. Hell. 3.3.2. beschuldigen, met gen.: οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν τούτων hij had tegen die mannen geen beschuldiging geuit Lys. 13.49.
Russian (Dvoretsky)
καταμηνύω:
1 обозначать, указывать (στήλη καταπεπηγυῖα καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her.);
2 давать знак (τοῖς ὄμμασι Plut.);
3 рассказывать, открывать (τὴν πρᾶξιν Plut.): οὔποτε τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков;
4 показывать против, обвинять, уличать: κ. καταψευδομένου τινός Xen. уличать кого-л. во лжи;
5 доносить (τῶν ἀνδρῶν Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.).
Greek Monolingual
(AM καταμηνύω)
υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου, μηνύω, καταγγέλλω κάποιον
αρχ.
1. κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω
2. (για θεό) παρέχω, δίνω σημείο.
Greek Monotonic
καταμηνύω: [ῡ], μέλ. -ύσω,
1. υποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω, κάνω νύξη, αποκαλύπτω, σε Ηρόδ.
2. καταγγέλλω, τινός, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταμηνύω: δεικνύω, φανερώνω, κάμνω γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) φέρω κατηγορίαν ἐναντίον τινός, καταγγέλλω, τινός, ὡς τὸ καταμαρτυρέω, Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ Ποσειδῶν κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.
Middle Liddell
fut. ύσω
1. to point out, make known, indicate, Hdt.
2. to inform against, τινός Xen.