λυκαυγής: Difference between revisions

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(οὐδ. τό λυκαυγές = χαραυγή). Ἀπό τό [[λύκη]] (=φῶς) + [[αὐγή]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[λύκη]].
|mantxt=(οὐδ. τό λυκαυγές = χαραυγή). Ἀπό τό [[λύκη]] (=φῶς) + [[αὐγή]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[λύκη]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[zweitichtig]], [[dämmerhell]]</i>, Heraclid. <i>alleg.Hom</i>. 7; οὐδ' [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ [[καθάπερ]] τὸ λυκαυγὲς [[ἤδη]] πρὸς ἕω, <i>[[Morgendämmerung]]</i>, Luc. <i>V.H</i>. 2.12; <i>[[Philops]]</i>. 14; Plut.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκαυγής Medium diacritics: λυκαυγής Low diacritics: λυκαυγής Capitals: ΛΥΚΑΥΓΗΣ
Transliteration A: lykaugḗs Transliteration B: lykaugēs Transliteration C: lykavgis Beta Code: lukaugh/s

English (LSJ)

ές, (Λύκη) of or at the grey-twilight, Heraclit.All.7; τὸ λ. early dawn, Luc.VH2.12, Agath.4.20, etc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.
Étymologie: *λύκη, αὐγή.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκαυγής: -ές, (*λύκη) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ λυκόφως ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7· τὸ λυκαυγές, ἡ αὐγή, «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ.

Greek Monolingual

-ές (AM λυκαυγής, -ές)
1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά
2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές
το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. μτφ. το ξεκίνημα μιας περιόδου («το λυκαυγές της ζωής» — η πρώτη νεότητα, η εφηβική ηλικία)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το σούρουπο, το σουρούπωμα, το λυκόφωςσκότος ἔχουσαν [τὴν νύκτα] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκη «χάραμα, ξημέρωμα» + -αυγής, -ές (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. κυαναυγής, πυραυγής].

Greek Monotonic

λῠκαυγής: -ές (*λυκή, αὐγή), αυτός που ανήκει στο λυκόφως ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού· τὸ λυκαυγές, αυγή, χάραμα, ξημέρωμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λῠκ-αυγής, ές [*λύκη, αὐγή
of or at twilight: τὸ λυκαυγές early dawn, Luc.

Mantoulidis Etymological

(οὐδ. τό λυκαυγές = χαραυγή). Ἀπό τό λύκη (=φῶς) + αὐγή. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη λύκη.

German (Pape)

ές, zweitichtig, dämmerhell, Heraclid. alleg.Hom. 7; οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω, Morgendämmerung, Luc. V.H. 2.12; Philops. 14; Plut.