πάνορμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=λιμάνι ὅπου τά πλοῖα μποροῦν νά προσορμιστοῦν μέ ὅ,τι καιρό κι [[ἄν]] κάνει). Ἀπό τό [[πᾶς]] + [[ὅρμος]] (=ἀραξοβόλι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[εἴρω]] (=ἑνώνω).
|mantxt=(=λιμάνι ὅπου τά πλοῖα μποροῦν νά προσορμιστοῦν μέ ὅ,τι καιρό κι [[ἄν]] κάνει). Ἀπό τό [[πᾶς]] + [[ὅρμος]] (=[[ἀραξοβόλι]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[εἴρω]] (=[[ἑνώνω]]).
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνορμος Medium diacritics: πάνορμος Low diacritics: πάνορμος Capitals: ΠΑΝΟΡΜΟΣ
Transliteration A: pánormos Transliteration B: panormos Transliteration C: panormos Beta Code: pa/normos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A always fit for mooring in, λιμένες Od.13.195. II

German (Pape)

[Seite 461] geeignet, bequem zum Landen, und vor Anker zu gehen, λιμένες, Od. 13, 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sûr pour atterrir ou mettre à l'ancre.
Étymologie: πᾶν, ὅρμος.

Russian (Dvoretsky)

πάνορμος: (ᾰ) вполне удобный для причаливания (λιμένες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνορμος: -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα ναῦς καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, ὄνομα διαφόρων παραθαλασσίων πόλεων μετὰ λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ χώρα τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - Κατὰ Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, πόλις Σικελίας καὶ λιμήν, ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ πολίτης Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ ὁμώνυμος πόλις ἐν Σικελίᾳ».

English (Autenrieth)

offering moorage at all points, ‘convenient for landing,’ Od. 13.195†.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος / πάνορμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για λιμάνι ή όρμο) αυτός στον οποίο είναι δυνατή η ασφαλής καταφυγή πλοίων
2. το αρσ. ως ουσ. ο πάνορμος
φυσικό λιμάνι ή όρμος στον οποίο προσορμίζεται πλοίο με κάθε άνεμο
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ονομασία διαφόρων παραθαλάσσιων πόλεων με λιμάνι, από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η αρχαία ελληνική αποικία Πάνορμος στη Σικελία, το σημερινό Παλέρμο («Σαλόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶν Ἐλύμων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅρμος (ΙΙ) (πρβλ. άν-ορμος)].

Greek Monotonic

πάνορμος: -ον·
I. αυτός που είναι καθόλα κατάλληλος για προσάραξη ή αποβίβαση, σε Ομήρ. Οδ. II. Πάνορμος, , αρχαίο όνομα για το Παλέρμο, σε Θουκ.· Πανορμῖτις, -ιδος, , η γεωγραφική περιοχή του, σε Πολύβ.

Middle Liddell

πάν-ορμος, ον,
I. always fit for landing in, Od.
II.

Mantoulidis Etymological

(=λιμάνι ὅπου τά πλοῖα μποροῦν νά προσορμιστοῦν μέ ὅ,τι καιρό κι ἄν κάνει). Ἀπό τό πᾶς + ὅρμος (=ἀραξοβόλι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα εἴρω (=ἑνώνω).