συνισχναίνω: Difference between revisions
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνισχναίνω, Att. ook ξυνισχναίνω [σύν, ἰσχναίνω] droog maken, alleen med.-pass. droog worden, verschrompelen:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694. | |elnltext=συνισχναίνω, Att. ook ξυνισχναίνω [[[σύν]], [[ἰσχναίνω]]] droog maken, alleen med.-pass. droog worden, verschrompelen:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
in Pass., A shrivel up, Hp.Morb.Sacr.5, al.; to be contracted or made slim, Antyll. ap. Orib.6.10.6. 2 metaph., join with in reducing, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ E.IA694 (v. ἰσχναίνω).
French (Bailly abrégé)
amoindrir, diminuer, alléger.
Étymologie: σύν, ἰσχναίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνισχναίνω, Att. ook ξυνισχναίνω [σύν, ἰσχναίνω] droog maken, alleen med.-pass. droog worden, verschrompelen:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694.
Russian (Dvoretsky)
συνισχναίνω: досл. высушивать, перен. ослаблять, изглаживать из памяти (τι τῷ χρόνῳ Eur.).
Greek Monolingual
Α
1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ», Ευρ.)
2. παθ. συνισχναίνομαι
α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῦνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)
β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω επίσης («ἀναλόγως τὸ λοιπὸν σῶμα συνισχναίνεσθαι τοῖς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἰσχναίνω «κάνω κάποιον ισχνό»].
Greek Monotonic
συνισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, λιγοστεύω, αδυνατίζω, αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω, σμικρύνω κάτι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνισχναίνω: ὁμοῦ ἰσχναίνω, ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to help to dry up:—metaph. to join with in reducing, Eur.
German (Pape)
mit, zugleich od. ganz trocken, dürre, mager machen, übertragen, vermindern, Hippocr.