μαγγανεύω: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> user de philtres <i>ou</i> de charmes;<br /><b>2</b> sophistiquer (des aliments), acc..<br />'''Étymologie:''' [[μάγγανον]].
|btext=<b>1</b> user de philtres <i>ou</i> de charmes;<br /><b>2</b> sophistiquer (des aliments), acc..<br />'''Étymologie:''' [[μάγγανον]].
}}
{{pape
|ptext=<i>durch [[künstliche]] [[Mittel]], [[Tränke]] und vgl. [[bezaubern]], [[betrügen]]</i>; von der [[Kirke]] [[gesagt]], καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους, Ar. <i>Plut</i>. 310; ἐλιπάρει γονυπετοῦσα καὶ μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς, etwa: <i>abergläubische [[Mittel]] der [[Andacht]] [[brauchen]], um die [[Göttinnen]] zu [[bewegen]]</i>, Pol. 15.29.9. – Auch = <i>durch [[künstliche]] [[Mittel]] [[verschönern]], [[verfälschen]]</i>, τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μονονοὺ μαγγανεύειν καὶ φαρμάττειν, Plut. <i>san.[[tuend]]</i>. p. 381; – ἀπάτην, eine [[Täuschung]] <i>[[künstlich]] [[anstiften]]</i>, Jacobs Ach.Tat. p. 609.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἐξαπατῶ μέ μαγικά τεχνάσματα). Ἀπό τό [[μάγγανον]] (=μέσο μαγείας) ἀπό ρίζα μαγ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[μαγγανεία]] (=[[μαγεία]]), [[μαγγάνευμα]] (=[[μαγεία]], [[ἀπάτη]]), [[μαγγανευτήριον]], [[μαγγανευτής]], [[μαγγανευτικός]], [[μαγγανεύτρια]].
|mantxt=(=ἐξαπατῶ μέ μαγικά τεχνάσματα). Ἀπό τό [[μάγγανον]] (=μέσο μαγείας) ἀπό ρίζα μαγ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[μαγγανεία]] (=[[μαγεία]]), [[μαγγάνευμα]] (=[[μαγεία]], [[ἀπάτη]]), [[μαγγανευτήριον]], [[μαγγανευτής]], [[μαγγανευτικός]], [[μαγγανεύτρια]].
}}
{{pape
|ptext=<i>durch [[künstliche]] [[Mittel]], [[Tränke]] und vgl. [[bezaubern]], [[betrügen]]</i>; von der [[Kirke]] [[gesagt]], καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους, Ar. <i>Plut</i>. 310; ἐλιπάρει γονυπετοῦσα καὶ μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς, etwa: <i>abergläubische [[Mittel]] der [[Andacht]] [[brauchen]], um die [[Göttinnen]] zu [[bewegen]]</i>, Pol. 15.29.9. – Auch = <i>durch [[künstliche]] [[Mittel]] [[verschönern]], [[verfälschen]]</i>, τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μονονοὺ μαγγανεύειν καὶ φαρμάττειν, Plut. <i>san.[[tuend]]</i>. p. 381; – ἀπάτην, eine [[Täuschung]] <i>[[künstlich]] [[anstiften]]</i>, Jacobs Ach.Tat. p. 609.
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαγγᾰνεύω Medium diacritics: μαγγανεύω Low diacritics: μαγγανεύω Capitals: ΜΑΓΓΑΝΕΥΩ
Transliteration A: manganeúō Transliteration B: manganeuō Transliteration C: magganeyo Beta Code: magganeu/w

English (LSJ)

(μάγγανον) A use charms or philtres, of Circe, Ar.Pl.310: metaph., play tricks, D.25.80, Jul.Gal.340a; μ. πρὸς τὰς θεάς use superstitious means to propitiate the goddesses, Plb. 15.29.9; μ. ἐπί τινα Luc.DDeor.2.1, Bis Acc.21: c. acc. cogn., μ. ἀπάτην contrive means for cheating, Ach.Tat.2.38. II c. acc., trick out, dress artificially, of cooks, τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Plu.2.126a.

French (Bailly abrégé)

1 user de philtres ou de charmes;
2 sophistiquer (des aliments), acc..
Étymologie: μάγγανον.

German (Pape)

durch künstliche Mittel, Tränke und vgl. bezaubern, betrügen; von der Kirke gesagt, καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους, Ar. Plut. 310; ἐλιπάρει γονυπετοῦσα καὶ μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς, etwa: abergläubische Mittel der Andacht brauchen, um die Göttinnen zu bewegen, Pol. 15.29.9. – Auch = durch künstliche Mittel verschönern, verfälschen, τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μονονοὺ μαγγανεύειν καὶ φαρμάττειν, Plut. san.tuend. p. 381; – ἀπάτην, eine Täuschung künstlich anstiften, Jacobs Ach.Tat. p. 609.

Russian (Dvoretsky)

μαγγᾰνεύω:
1 колдовать, ворожить (Κίρκη μαγγανεύουσα Arph.): μ. πρός τινα Polyb. привораживать кого-л.;
2 морочить, обманывать (μ. καὶ φενακίζειν Dem.);
3 фальсифицировать (τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μαγγᾰνεύω: (μάγγανον) μεταχειρίζομαι θέλγητρα ἢ φίλτρα, τεχνάσματα μαγγανευτικά, ἐπὶ τῆς Κίρκης, Ἀριστοφ. Πλ. 310· - δολιεύομαι, ἀπατῶ, Δημ. 794. 2· μ. πρὸς τοὺς θεούς, μεταχειρίζομαι δεισιδαίμονα μέσα ὅπως ἐξιλεώσω τοὺς θεούς, Πολύβ. 15. 29, 9· μ. ἐπί τινα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 2. 1, Δὶς Κατηγ. 21· - μετὰ συστοίχου αἰτ., μ. ἀπάτην, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ μέσα πρὸς ἀπάτην, Ἰακώψ. εἰς Ἀχ. Τάτ. σ. 609. ΙΙ. μετ’ αἰτ., νοθεύω, Λατ. mangonizare, τὰ σιτία, καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Πλούτ. 2. 126Α.

Greek Monolingual

μαγγανεύω) μάγγανο. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῦν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ' ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.)
2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά ποτά, δελεάζω με μαγγανευτικούς τρόπους, δολιεύομαι
3. νοθεύω με τέχνη τρόφιμα
αρχ.
1. μεταχειρίζομαι διάφορα δεισιδαίμονα μέσα ή τρόπους για να επιτύχω εξιλέωση τών θεών («μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς», Πολυδ.)
2. φρ. «μαγγανεύω ἀπάτην» — επινοώ διάφορα μέσα για να εξαπατήσω.

Greek Monotonic

μαγγᾰνεύω: (μάγγανον), μέλ. -σω, χρησιμοποιώ γητειές ή φίλτρα, λέγεται για την Κίρκη, σε Αριστοφ.· εξαπατώ, χρησιμοποιώ τεχνάσματα, σε Δημ.

Middle Liddell

μαγγᾰνεύω, fut. -σω μάγγανον
to use charms or philtres, of Circe, Ar.:— to play tricks, Dem. [from μάγγᾰνον]

Mantoulidis Etymological

(=ἐξαπατῶ μέ μαγικά τεχνάσματα). Ἀπό τό μάγγανον (=μέσο μαγείας) ἀπό ρίζα μαγ-.
Παράγωγα: μαγγανεία (=μαγεία), μαγγάνευμα (=μαγεία, ἀπάτη), μαγγανευτήριον, μαγγανευτής, μαγγανευτικός, μαγγανεύτρια.