παλινῳδία: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀνάκληση, ἀναίρεση λόγων πού εἰπώθηκαν). Ἀπό τό παλινῳδῶ → [[πάλιν]] + [[ᾠδή]] τοῦ ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[πάλιν]]. | |mantxt=(=[[ἀνάκληση]], ἀναίρεση λόγων πού εἰπώθηκαν). Ἀπό τό παλινῳδῶ → [[πάλιν]] + [[ᾠδή]] τοῦ ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[πάλιν]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A palinode, recantation, first used of an ode by Stesichorus, in which he recanted his attack upon Helen, Isoc.10.64, Pl.Ep.319e, Phdr.243b. 2 generally, recantation, ib.257a, Cic.Att.4.5.1, Ph.1.260, Plu.Alex.53.
German (Pape)
[Seite 451] ἡ, das Widerrufen eines Gesanges, der Widerruf, Plat. Phaedr. 257 a; Plut. Alex. 53, wo es ein Tadeln des früher Gelobten ist; παλινῳδία τῶν λόγων πρὸς τὸ ἐναντίον, Luc. Pisc. 35; eine Palinodie des Stesichorus, zum Lobe der früher von ihm getadelten Helena erwähnt Isocr. 10, 64.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant différent ou sur un autre ton ; fig. palinodie, rétractation.
Étymologie: πάλιν, ᾠδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλινῳδία -ας, ἡ [παλινῳδέω] palinodie (lied om een eerder lied terug te nemen); uitbr. herroeping.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλῐνῳδία: ἡ
1 палинодия (песнь, в которой поэт отрекается от прежних своих слов; так называется стихотворение Стесихора, в котором он, в противоположность одному из прежних своих произведений, восхваляет Елену, жену Менелая) Plat.;
2 отказ от своих слов, отречение (π. τῶν λόγων πρὸς τὸ ἐναντίον Luc.).
Greek Monolingual
η (ΑΜ παλινῳδία) παλινωδώ
αναίρεση, ανάκληση αυτών που ειπώθηκαν προηγουμένως
μσν.
μεταβολή στάσης στο τελείως αντίθετο
αρχ.
1. αναίρεση του περιεχομένου μιας ωδής με άλλη νέα
2. ονομασία ωδής του Στησιχόρου με την οποία ο ποιητής ανακαλούσε τις προηγούμενες κατά της Ελένης ύβρεις του, εξαιτίας τών οποίων είχε χάσει την όρασή του
3. επανάληψη μιας ωδής ή το να άδει κανείς κατ' επανάληψη.
Greek Monotonic
πᾰλῐνῳδία: ἡ (ᾠδή), παλινωδία ή αναίρεση, το όνομα αρχικά δόθηκε σε ωδή του Στησίχορου, στην οποία ανακαλεί την προσβολή που έκανε στην Ελένη, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλῐνῳδία: ἡ, ὄνομα ὅπερ ὁ Στησίχορος πρῶτος ἔδωκεν εἰς ᾠδήν τινα αὐτοῦ, δι’ ἧς ἀνεκάλει τὰς προηγουμένας αὐτοῦ κατὰ τῆς Ἑλένης βλασφημίας, Ἰσοκρ. 218Ε, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Ε, κτλ., ἴδε Kleine Stesich. σελ. 96 κἑξ.· οὕτως ἡ τοῦ Ὀρατίου ᾠδὴ 1. 16, εἶναι παλινῳδία τῶν Ἐπῳδῶν 5 καὶ 17· - ἀκολούθως καθόλου, παλινῳδία ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β, 257Α, Πλουτ. Ἀλέξ. 53. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινῳδίαν· ᾠδὴν τῇ προτέρᾳ ἐναντίαν. ἢ δόγμα τῷ πρῴην ἐναντίον». ΙΙ. τὸ κατ’ ἐπανάληψιν ᾄδειν, ἐπανάληψις, Κλήμ. Ἀλ. 289.
Middle Liddell
πᾰλῐν-ῳδία, ἡ, [ᾠδη]
a palinode or recantation, a name first given to an ode by Stesichorus, in which he recants his attack upon Helen, Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀνάκληση, ἀναίρεση λόγων πού εἰπώθηκαν). Ἀπό τό παλινῳδῶ → πάλιν + ᾠδή τοῦ ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη πάλιν.