ἐνελαύνω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enelayno | |Transliteration C=enelayno | ||
|Beta Code=e)nelau/nw | |Beta Code=e)nelau/nw | ||
|Definition=[[drive in]] or [[into]], c. dat., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ἔγχος | |Definition=[[drive in]] or [[into]], c. dat., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ἔγχος Il.20.259, cf. Pi.''N.''10.70: metaph., καρδίᾳ κότον Id.''P.''8.9:—Med., [[drive in]] or [[on]], D.C.49.30. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
drive in or into, c. dat., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ἔγχος Il.20.259, cf. Pi.N.10.70: metaph., καρδίᾳ κότον Id.P.8.9:—Med., drive in or on, D.C.49.30.
Spanish (DGE)
1 tr. clavar, hundir ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος Il.20.259, fig. ὁπόταν τις ... καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.P.8.9.
2 intr. en v. med. lanzarse contra, atacar ὥστε καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα ... ἐνελαύνεσθαι D.C.49.30.3.
German (Pape)
[Seite 837] (s. ἐλαύνω), hineintreiben, -stoßen; Hom. in tmesi, wie Pind. N. 10, 131; übertr., ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8, 9, Groll tief ins Herz senken. – Med. ἐνελαύνεσθαι, von Wagen, darauffahren, D. Cass. 49, 30.
French (Bailly abrégé)
pousser dans, faire pénétrer dans, enfoncer dans, ἔν τινι;
Moy. ἐνελαύνομαι s'élancer dans ou contre.
Étymologie: ἐν, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνελαύνω: (aor. 1 ἐνήλασα)
1 вгонять, вонзать (ἔγχος σάκεϊ Hom. - in tmesi);
2 вселять, внушать (κότον καρδίᾳ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω τι μεθ’ ὁρμῆς εἴς τι, μετὰ δοτ., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν... ἔγχος, ἐν τμήσει, ἀντὶ ἐνήλασε δεινῷ σάκει κτλ., Ἰλ. Υ. 259, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 131· μεταφ., ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ ὁ αὐτ. Π. 8. 11. - Μέσ., ἐλαύνω ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, οὕτω γὰρ δεινῶς ἰσχυρίζεται (ἡ φάλαγξ) ὥστε καὶ βαδίζειν τινὰς ἐπάνωθεν αὐτῆς, καὶ προσέτι καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα... ἐνελαύνεσθαι Δίων Κ. 49. 30.
English (Slater)
ἐνελαύνω drive into, implant c. acc. & dat. ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9)
Greek Monolingual
ἐνελαύνω (Α)
1. μπήγω, βυθίζω μέσα με ορμή («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐνελαύνω: μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ· βάζω, χώνω ή μπήγω, καρφώνω μέσα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.