παλαιόφρων: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />dont l'esprit | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />dont l'esprit n'est pas novice, expert, expérimenté.<br />'''Étymologie:''' [[παλαιός]], [[φρήν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 22:20, 11 December 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
dont l'esprit n'est pas novice, expert, expérimenté.
Étymologie: παλαιός, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιόφρων -ον, gen. -ονος [παλαιός, φρήν] met de wijsheid der jaren, eerbiedwaardig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιόφρων: 2, gen. ονος
1 обладающий древней мудростью (Ζεύς Aesch.);
2 умудренный опытом Aesch.
Greek Monolingual
παλαιόφρων, -ονος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), παλιός στη σκέψη, αυτός που έχει αποκτήσει σοφία λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.
Middle Liddell
πᾰλαιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
old in mind, with the wisdom of age, Aesch.