συννομή: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synnomi
|Transliteration C=synnomi
|Beta Code=sunnomh/
|Beta Code=sunnomh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a feeding together]], [[joint pasture]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>268c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή</b> the man and his allotment being [[a joint affair]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>737e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Dor. συννομά, a division of the people at Camirus, <span class="title">Clara Rhodos</span> 6/7.428.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[a feeding together]], [[joint pasture]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 268c.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή</b> the man and his allotment being [[a joint affair]], Id.''Lg.''737e.<br><span class="bld">III</span> Dor. [[συννομά]], a division of the people at Camirus, ''Clara Rhodos'' 6/7.428.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννομή Medium diacritics: συννομή Low diacritics: συννομή Capitals: ΣΥΝΝΟΜΗ
Transliteration A: synnomḗ Transliteration B: synnomē Transliteration C: synnomi Beta Code: sunnomh/

English (LSJ)

ἡ,
A a feeding together, joint pasture, Pl.Plt. 268c.
II γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή the man and his allotment being a joint affair, Id.Lg.737e.
III Dor. συννομά, a division of the people at Camirus, Clara Rhodos 6/7.428.

German (Pape)

ἡ, das Zusammenweiden, Plat. Polit. 268c τῆς συννομῆς αὐτῷ ἀντιποιουμένους, wo vulg. συννομικῆς gelesen wird; – Zusammenordnung, Plat. Legg. V.737e, nach Bekker, vulg. ξὺν νομῇ.

Russian (Dvoretsky)

συννομή:
1 совместная пастьба Plat.;
2 одно целое, общность Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συννομή: ἡ κοινὴ νομή, τὸ συννέμεσθαι, Πλάτ. Πολιτ. 268C· διάφορ. γραφ. συννομική. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 737Ε, ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος ξυννομὴ (ἀντὶ ξὺν νομῇ), πρᾶγμα ἀλληλένδετον, ἀλλ’ ἡ τοῦ Ast. γραφὴ ξύννομα εἶναι εὐκολωτέρα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α συννέμω
νεοελλ.
(νομ.) η από κοινού άσκηση της νομής, δηλαδή της φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου
αρχ.
1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής
2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο
3. (στην Κάμειρο της Ρόδου) διαίρεση, κατανομή του λαού.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννομή -ῆς, ἡ [συννέμω] het samen weiden:. τους... τῆς συννομῆς αὐτῷ ἀντιποιουμένους degenen die er aanspraak op maken met hem samen herder te zijn Plat. Plt. 268c. samenhangende portie:. γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή waarbij de mens en zijn grond een samenhangende portie vormen Plat. Lg. 737e.