σκανδάληθρον: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skandalithron
|Transliteration C=skandalithron
|Beta Code=skanda/lhqron
|Beta Code=skanda/lhqron
|Definition=τό, [[stick in a trap]] on which the bait is placed, and which, when touched by the animal, springs up and shuts the trap, <span class="bibl">Poll.7.114</span>, <span class="bibl">10.156</span>: metaph., <b class="b3">σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν</b> setting word-[[traps]], i.e. throwing out words which one's adversary will catch at, and so be caught himself, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>687</span>, ubi v. Sch., cf. <span class="bibl">Cratin.457</span>; cf. [[σκάνδαλον]].
|Definition=τό, [[stick in a trap]] on which the bait is placed, and which, when touched by the animal, springs up and shuts the trap, Poll.7.114, 10.156: metaph., <b class="b3">σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν</b> setting word-[[traps]], i.e. throwing out words which one's adversary will catch at, and so be caught himself, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''687, ubi v. Sch., cf. Cratin.457; cf. [[σκάνδαλον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκανδάληθρον -ου, τό [σκάνδαλον] valstrik; overdr.. ἐρωτᾷ σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν hij stelt strikvragen Aristoph. Ach. 687.
|elnltext=σκανδάληθρον -ου, τό [σκάνδαλον] valstrik; overdr.. ἐρωτᾷ σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν hij stelt strikvragen Aristoph. Ach. 687.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδάληθρον Medium diacritics: σκανδάληθρον Low diacritics: σκανδάληθρον Capitals: ΣΚΑΝΔΑΛΗΘΡΟΝ
Transliteration A: skandálēthron Transliteration B: skandalēthron Transliteration C: skandalithron Beta Code: skanda/lhqron

English (LSJ)

τό, stick in a trap on which the bait is placed, and which, when touched by the animal, springs up and shuts the trap, Poll.7.114, 10.156: metaph., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν setting word-traps, i.e. throwing out words which one's adversary will catch at, and so be caught himself, Ar.Ach.687, ubi v. Sch., cf. Cratin.457; cf. σκάνδαλον.

German (Pape)

[Seite 889] τό, das krumme Stellholz in der Falle, an dem die Lockspeise sitzt, u. das, vom Thiere berührt, losprallt und die Falle zuschlagen macht, wie es Schol. Ar. Ach. 657 ausführlich erklärt, wo Ar. übtr. sagt κᾆτ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ, σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν, u. Einige zusammenlesen wollten σκανδαληθριστάς, wie von σκανδαληθρίζω abgeleitet, welches nicht vorkommt.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tige servant de détente à un piège.
Étymologie: σκάνδαλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκανδάληθρον -ου, τό [σκάνδαλον] valstrik; overdr.. ἐρωτᾷ σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν hij stelt strikvragen Aristoph. Ach. 687.

Russian (Dvoretsky)

σκανδάληθρον: (δᾰ) τό досл. колышек западни (при прикосновении к которому она захлопывается), перен. западня: σκανδάληθρα ἐπῶν Arph. словесные ловушки.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδάληθρον: [ᾰ], τό, τὸ ῥαβδίονξυλάριον τῆς παγίδος, ἐφ’ οὗ τίθεται τὸ δέλεαρ καὶ τὸ ὁποῖον ἅμα ψαυόμενον ὑπὸ τοῦ ζῴου ἀναπηδᾷ καὶ κλείει τὴν παγίδα, τὸ ἐλατήριον, οὕτως εἰπεῖν, τῆς παγίδος, καλούμενον ὡσαύτως καὶ πάσσαλοςῥόπτρον, Πολυδ. Ζ΄, 114, Ι΄, 156· μεταφορ., σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν, στήνων παγίδας λόγων, δηλ. προφέρων λόγους, οὓς ἁρπάζει ὁ ἐναντίος καὶ οὕτω δι’ αὐτῶν ἡττᾶται ἐν τοῖς λόγοις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 687, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ. (σκάνδαλον εἶναιἁπλούστερος τύπος, ἂν καὶ δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις).

Greek Monotonic

σκανδάληθρον: [ᾰ], τό, ραβδί που τίθεται στην παγίδα, πάνω στο οποίο τοποθετείται το δόλωμα και που όταν το αγγίζει το ζώο αναπηδά και κλείνει την παγίδα, το ελατήριο, η σκανδάλη της παγίδας· μεταφ., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν, στήνοντας παγίδες λόγων, δηλ. εκφέροντας λέξεις-δολώματα, από τις οποίες αρπάζεται ο αντίπαλος στην επιχειρηματολογία, και κατόπιν παγιδεύεται και ακυρώνονται έτσι τα επιχειρήματά του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σκᾰνδάληθρον, ου, τό,
the stick in a trap on which the bait is placed, and which, when touched by the animal, springs up and shuts the trap, the trap-spring: metaph., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν setting word- traps, i. e. words which one's adversary will catch at, and be caught himself, Ar.