ἔποχος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epochos
|Transliteration C=epochos
|Beta Code=e)/poxos
|Beta Code=e)/poxos
|Definition=ἔποχον, ([[ἐπί]], [[ϝέχω]], cf.Lat.<br><span class="bld">A</span> [[veho]]) [[mounted upon]], esp. on [[horse]]s, [[chariot]]s, and [[ship]]s, c. gen. vel dat., [[ναῶν]], [[ἅρμασιν]], A.''Pers.''54,45 (anap.), cf. S.''Ichn.''181 (lyr.); τῷ ἐ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡνιόχῳ Ph.1.486, cf. Lib.''Or.''59.110: metaph., <b class="b3">λόγος μανίας ἔποχος</b> = words [[borne on]] [[madness]], i.e. [[frantic]] [[word]]s, E.''Hipp.''214(anap.).<br><span class="bld">2</span> abs., [[having a good seat]] on [[horseback]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.4; <b class="b3">ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει</b> ib. 8.1.35; <b class="b3">ἔποχος εἶναι</b> to [[have a good seat]], Id.''Eq.''8.10, cf. Ar.''Lys.''677; also [[ἱππασίαις]] ἔποχος = [[practised in]].., Plu.''Mar.''34. Adv. [[ἐπόχως]], ἐγκαθῆσθαι = to [[sit]] [[fast]], Poll.1.209.<br><span class="bld">II</span> Pass., <b class="b3">ποταμὸς ναυσὶ ἔποχος</b> = [[navigable]] by [[ship]]s, Plu.''Mar.''15.
|Definition=ἔποχον, ([[ἐπί]], [[ϝέχω]], cf.Lat.<br><span class="bld">A</span> [[veho]]) [[mounted upon]], esp. on [[horse]]s, [[chariot]]s, and [[ship]]s, c. gen. vel dat., [[ναῶν]], [[ἅρμασιν]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''54,45 (anap.), cf. S.''Ichn.''181 (lyr.); τῷ ἐ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡνιόχῳ Ph.1.486, cf. Lib.''Or.''59.110: metaph., <b class="b3">λόγος μανίας ἔποχος</b> = words [[borne on]] [[madness]], i.e. [[frantic]] [[word]]s, E.''Hipp.''214(anap.).<br><span class="bld">2</span> abs., [[having a good seat]] on [[horseback]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.4; <b class="b3">ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει</b> ib. 8.1.35; <b class="b3">ἔποχος εἶναι</b> to [[have a good seat]], Id.''Eq.''8.10, cf. Ar.''Lys.''677; also [[ἱππασίαις]] ἔποχος = [[practised in]].., Plu.''Mar.''34. Adv. [[ἐπόχως]], ἐγκαθῆσθαι = to [[sit]] [[fast]], Poll.1.209.<br><span class="bld">II</span> Pass., <b class="b3">ποταμὸς ναυσὶ ἔποχος</b> = [[navigable]] by [[ship]]s, Plu.''Mar.''15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:40, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποχος Medium diacritics: ἔποχος Low diacritics: έποχος Capitals: ΕΠΟΧΟΣ
Transliteration A: épochos Transliteration B: epochos Transliteration C: epochos Beta Code: e)/poxos

English (LSJ)

ἔποχον, (ἐπί, ϝέχω, cf.Lat.
A veho) mounted upon, esp. on horses, chariots, and ships, c. gen. vel dat., ναῶν, ἅρμασιν, A.Pers.54,45 (anap.), cf. S.Ichn.181 (lyr.); τῷ ἐ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡνιόχῳ Ph.1.486, cf. Lib.Or.59.110: metaph., λόγος μανίας ἔποχος = words borne on madness, i.e. frantic words, E.Hipp.214(anap.).
2 abs., having a good seat on horseback, X.Cyr.1.4.4; ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει ib. 8.1.35; ἔποχος εἶναι to have a good seat, Id.Eq.8.10, cf. Ar.Lys.677; also ἱππασίαις ἔποχος = practised in.., Plu.Mar.34. Adv. ἐπόχως, ἐγκαθῆσθαι = to sit fast, Poll.1.209.
II Pass., ποταμὸς ναυσὶ ἔποχος = navigable by ships, Plu.Mar.15.

German (Pape)

[Seite 1011] 11 worauf getragen, worauf sitzend, reitend, fahrend, ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Aesch. Pers. 45; ναῶν 55; übertr., λόγος μανίας ἔποχος, eine vom Wahnsinn einhergetragene, eingegebene Rede, Eur. Hipp. 214; – auf dem Pferde festsitzend, sattelfest, δεῖ τὸν ἵππον ἀνὰ κράτος ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι Xen. Hipparch. 8, 10, vgl. Cyr. 1, 4, 4; übh. im Reiten geübt, Xen. öfter; ἱππικώτατον χρῆμα κἄποχον γυνή Ar. Lys. 677; ἱππασίαις ἔποχος Plut. Mar. 34; – übh. fest, unerschütterlich, Sp. auch adv., ἐπόχως ἐγκαθίσαι Poll. 1, 209. – 21 worauf man fahren kann, ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔποχος Plut. Mar. 15, für große Schiffe schiffbar.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est porté ou monté sur : ἅρμασιν ESCHL sur des chars ; ναῶν ESCHL sur des vaisseaux ; fig. λόγος μανίας ἔποχος EUR paroles inspirées par un souffle de folie;
2 qui se tient solidement à cheval ; ἱππασίαις ἔποχος PLUT cavalier éprouvé;
3 navigable : ναυσὶ μεγάλαις PLUT pour de grands navires en parl. d'un fleuve.
Étymologie: ἐπέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔποχος:
1 едущий (ναῶν, ἅρμασιν Aesch.): λόγος μανίας ἔ. Eur. безумная речь;
2 твердо сидящий на лошади, обладающий хорошей посадкой (γυνή Arph.): ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδείκνυσι Xen. охота воспитывает всадников с твердой посадкой; ταῖς ἱππασίαις ἔ. Plut. опытный всадник;
3 удобопроходимый: ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔ. Plut. река, проходимая для больших судов.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποχος: -ον, (ἐπέχω), ὁ ἐποχούμενος, κυρίως ἐπὶ ἵππου, ἁμάξης ἢ πλοίου, μετὰ γεν. ἢ δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 45. 54· μεταφ., λόγος μανίας ἐπ., λόγος ὀχούμενος ἐπὶ τῆς μανίας, δηλ. μανιώδης, «τρελλός», Εὐρ. Ἱππ. 214 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμ. νηπιάας ὀχέειν). 2) ἀπολ., καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου καθήμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4 ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει αὐτόθι 8. 1, 35· ἐπεὶ δὲ δεῖ ἐν παντίοις τε χωρίοις τὸν ἵππον ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι, νὰ μένῃ τις καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8, 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 677· ὡσαύτως, ἱππασίας ἔποχος, ἠσκημένος εἰς..., Πλουτ. Μάρ. 34. ― Ἐπίρρ., ἐπόχως καθίσαι, ἀσφαλῶς, Πολυδ. Α΄, 209. ΙΙ. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ., πλωτός, Πλουτ. Μάρ. 15.

Greek Monolingual

ἔποχος, -ον επέχω (Α)
1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.)
2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο
3. ο γυμνασμένος στην ιππασία
4. πλωτός
5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός.

Greek Monotonic

ἔποχος: -ον (ἐπέχω),·
I. 1. αυτός που έχει ανέβει πάνω σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης, έφιππος άνδρας, επιβιβασμένος σε άρμα, σε πλοίο, με γεν. ή δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι, σε Αισχύλ.· μεταφ., λόγος μανίας ἔποχος, λόγια που προέρχονται από τρέλα, δηλ. κουβέντες μανίας ή τρέλας, σε Ευρ.
2. απόλ., αυτός που κάθεται σε καλή θέση πάνω στην πλάτη του αλόγου, σε Ξεν.
II. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔποχος, πλωτός για πλοία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔποχος, ον ἐπέχω
I. mounted upon a horse, chariot, ship, c. gen. vel dat., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Aesch.: metaph., λόγος μανίας ἔπ. words borne on madness, i. e. frantic words, Eur.
2. absol. having a good seat on horseback, Xen.
II. pass., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ. navigable by ships, Plut.