θωπεύω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thopeyo
|Transliteration C=thopeyo
|Beta Code=qwpeu/w
|Beta Code=qwpeu/w
|Definition=([[θώψ]]) [[flatter]], [[wheedle]], τινα S.''OC'' 1003, 1336, E.''Heracl.''983, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''657, ''Eq.''48; <b class="b3">σὺ ταῦτα θώπευ'</b> be it thine to [[flatter]] thus, S.''El.''397; θ. τὸν δεσπότην λόγῳ Pl.''Tht.''173a; τὸν δῆμον Aeschin.3.226; τὰς πόλεις Phld.''Rh.''2.170S.; <b class="b3">καιρὸν θωπεύω</b> to be a [[time]]-[[server]], Ps.-Phoc.93; <b class="b3">ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος</b> [[serve]] others (in good sense), ''PSI''5.525.16 (iii B.C.); of dogs, [[fawn]], Arist.''Phgn.''811b38; [[caress]], [[pat]] a horse, X.''Eq.''10.13, ''Cyn.''6.21; of disease, [[soothe]], τὴν χολήν Sever.''Clyst.''p.37 D.:—Pass., Ar. ''Eq.''1116.
|Definition=([[θώψ]]) [[flatter]], [[wheedle]], τινα S.''OC'' 1003, 1336, E.''Heracl.''983, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''657, ''Eq.''48; <b class="b3">σὺ ταῦτα θώπευ'</b> be it thine to [[flatter]] thus, S.''El.''397; θ. τὸν δεσπότην λόγῳ [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''173a; τὸν δῆμον Aeschin.3.226; τὰς πόλεις Phld.''Rh.''2.170S.; <b class="b3">καιρὸν θωπεύω</b> to be a [[time]]-[[server]], Ps.-Phoc.93; <b class="b3">ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος</b> [[serve]] others (in good sense), ''PSI''5.525.16 (iii B.C.); of dogs, [[fawn]], Arist.''Phgn.''811b38; [[caress]], [[pat]] a horse, X.''Eq.''10.13, ''Cyn.''6.21; of disease, [[soothe]], τὴν χολήν Sever.''Clyst.''p.37 D.:—Pass., Ar. ''Eq.''1116.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 05:30, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωπεύω Medium diacritics: θωπεύω Low diacritics: θωπεύω Capitals: ΘΩΠΕΥΩ
Transliteration A: thōpeúō Transliteration B: thōpeuō Transliteration C: thopeyo Beta Code: qwpeu/w

English (LSJ)

(θώψ) flatter, wheedle, τινα S.OC 1003, 1336, E.Heracl.983, Ar.Ach.657, Eq.48; σὺ ταῦτα θώπευ' be it thine to flatter thus, S.El.397; θ. τὸν δεσπότην λόγῳ Pl.Tht.173a; τὸν δῆμον Aeschin.3.226; τὰς πόλεις Phld.Rh.2.170S.; καιρὸν θωπεύω to be a time-server, Ps.-Phoc.93; ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος serve others (in good sense), PSI5.525.16 (iii B.C.); of dogs, fawn, Arist.Phgn.811b38; caress, pat a horse, X.Eq.10.13, Cyn.6.21; of disease, soothe, τὴν χολήν Sever.Clyst.p.37 D.:—Pass., Ar. Eq.1116.

German (Pape)

[Seite 1230] ein Schmeichler, θώψ, sein, schmeicheln, sich gefällig zeigen, huldigen, dienen; σὺ ταῦτα θώπευε Soph. El. 389; ἄλλους O. C. 1338, vgl. 1007; σάφ' ἴσθι μή με θωπεύσοντά σε Eur. Heracl. 983; Ar. Equ. 48. 1112; ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ θωπεῦσαι Plat. Theaet. 475 a; Folgde; täuschen, betrügen durch Schmeichelei, Aesch. 3, 226 τὸν δῆμον.

French (Bailly abrégé)

flatter, caresser.
Étymologie: θώψ.

Russian (Dvoretsky)

θωπεύω:
1 льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Soph., Eur., Arph., Plat., Plut. и τινὰ λόγῳ Plat.): σὺ ταῦτα θώπευε Soph. ублажай сама себя этим, т. е. все свои наставления держи про себя;
2 ласкать, гладить (ἵππον Xen.);
3 ласкаться (οἱ κύνες θωπεύουσιν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θωπεύω: (θώψ) κολακεύω, περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. Ἡρακλ. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48· σὺ ταῦτα θώπευ’, ἂς εἶναι ἰδικόν σου ἔργον οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397· τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87· - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21· ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116.

Greek Monolingual

θωπεύω) θωψ
1. κολακεύω, καλοπιάνω
2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες
3. χαϊδεύω, χαϊδολογώθωπεύω ίππον»)
αρχ.
1. (για σκύλο) κάνω χαρές
2. (για ασθένεια) κατευνάζω
3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» — εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις.

Greek Monotonic

θωπεύω: (θώψ), μέλ. -σω, κολακεύω, χαϊδεύω, θωπεύω, καλοπιάνω, Λατ. adulari, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· σὺ ταῦτα θώπευ' ας είναι δικό σου έργο να κολακεύεις έτσι, σε Σοφ.· χαϊδεύω άλογο ή το χτυπώ ελαφρά στην πλάτη, σε Ξεν.

Middle Liddell

θωπεύω, fut. -σω [θώψ]
to flatter, fawn on, cajole, wheedle, Lat. adulari, Soph., Eur., etc.; σὺ ταῦτα θώπευ' be it thine to flatter thus, Soph.:— to caress or pat a horse, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=χαϊδεύω, κολακεύω). Ἀπό τό οὐσ. θώψωπός (=κόλακας), ἀπό ρίζα θωππού ὑπάρχει στόν παρακ. τέθηπα.
Παράγωγα: θωπεία (=κολακεία), θώπευμα, θωπευτικός, θωπεῖαι λόγων (=κολακεῖες).