μεγαλαυχέω: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[μεγαλαυχῶ]] :<br />[[être orgueilleux]], [[se vanter]].<br />'''Étymologie:''' [[μεγάλαυχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:30, 16 March 2024
English (LSJ)
A boast, brag, A.Ag.1528 (anap.), LXX Ez.16.50, Ph. 1.284, AP5.272 (Agath.); ἐπί τινι Plb.12.13.10; ἐν ταῖς εὐπραγίαις Id.8.21.11; διά τι D.S.15.16:—also in Med., Pl.Alc.1.104c, R.395d; ἐπί τινι App.BC1.13.
II c.acc., boast of, μονομάχιον Id.Gall. 10.
German (Pape)
[Seite 105] großprahlen, sich rühmen; μηδὲν ἐν Αιδου μεγαλαυχείτω, Aesch. Ag. 1509; κατά τινος, Agath. 13 (V, 273); auch in Prosa, Pol. 8, 23, 11; ἐπί τινι, σεμνύνεσθαι καὶ μ., 15, 23, 5; – geläufiger im med., Plat. Rep. III, 395 d Alc. I, 104 c.
French (Bailly abrégé)
μεγαλαυχῶ :
être orgueilleux, se vanter.
Étymologie: μεγάλαυχος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλαυχέω: тж. med. хвастаться, чваниться (ἐπί и ἔν τινι Polyb., διά τι Diod., κατά τινος Anth.; μηδὲν μεγαλαυχείτω Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαυχέω: καυχῶμαι μεγάλως, ὁμιλῶ κομπορρημόνως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, Ἀνθ. Π. 5. 273· - τὸ πλεῖστον ἐν μέσ. τύπῳ, καυχῶμαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104C, Πολ. 395D· ἐπί τινι, ἔν τινι Πολύβ. 12. 13, 10, κτλ.· διά τι Διόδ. 15. 16· - ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Φίλων 2. 217.
English (Strong)
from a compound of μέγας and aucheo (to boast; akin to αὐξάνω and καυχάομαι); to talk big, i.e. be grandiloquent (arrogant, egotistic): boast great things.
English (Thayer)
μεγαλαύχω; (μεγάλαυχος, and this from μεγάλα and αὐχέω); to be grandiloquent; to boast great things, to bear oneself loftily in speech or action: ἡ γλῶσσα μεγάλαυχεῖ (L T Tr WH μεγάλα αὐχεῖ), Aeschylus Ag. 1528; Polybius 12,13, 10; 8,23, 11; Diodorus 15,16, others; middle γυναῖκα πρός Θεούς ἐριζουσαν καί μεγαλαυχουμενην, Plato, rep. 3, p. 395d.; for גָּבָה, to exalt oneself, carry oneself haughtily, Sirach 48:18.)
Greek Monotonic
μεγᾰλαυχέω: μέλ. -ήσω, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, καυχησιολογώ, σε Αισχύλ. — Μέσ., καυχιέμαι για τον εαυτό μου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μεγᾰλαυχέω, fut. -ήσω
to boast highly, talk big, Aesch.: —Mid. to boast oneself, Plat. [from μεγάλαυχος
Chinese
原文音譯:megalaucšw 姆瓜而-凹黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:大-自誇 相當於: (גָּבַהּ)
字義溯源:說大話,大話,誇口,自傲,自大;由(μέγας)*=大)與(αὐτόχειρ)X*=自誇)組成;而 (αὐτόχειρ)X類似(αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)=生長*),及(καυχάομαι)=誇耀)。註:欽定本用 (μέγας)不用 (αὐχέω / μεγαλαυχέω)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 大話(1) 雅3:5
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=καυχιέμαι). Ἀπό τό μεγάλαυχος ἤ μεγαλαυχής (=μέγας + αὐχῶ).
Παράγωγα: μεγαλαυχία, μεγαλαύχημα, μεγαλαύχησις, μεγαλαύχητος.