ἀπρόσοιστος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν [[στρατός]] Aesch. Pers. 91, Schol. [[ἀκαταμάχητος]]. – Adv., [[ἀπροσοίστως]], ἔχειν Isocr. 9, 49. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0339.png Seite 339]] [[unerträglich]], [[unwiderstehlich]], Περσῶν [[στρατός]] Aesch. Pers. 91, Schol. [[ἀκαταμάχητος]]. – Adv., [[ἀπροσοίστως]], ἔχειν Isocr. 9, 49. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 07:16, 8 November 2023
English (LSJ)
ἀπρόσοιστον, hard to associate with or deal with, A.Pers.91 (lyr.). Adv. ἀπροσοίστως = unsociably, Isoc.9.49.
Spanish (DGE)
-ον
1 de quien no se puede soportar el choque, irresistible ὁ Περσᾶν στρατός A.Pers.91, cf. Hsch.
2 adv. ἀπροσοίστως = inabordablemente, insociablemente ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.
German (Pape)
[Seite 339] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., ἀπροσοίστως, ἔχειν Isocr. 9, 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσοίσω, f. de προσφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσοιστος: неодолимый, неудержимый (στρατός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσοιστος: -ον, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, ἀκοινώνητος, ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.
Greek Monolingual
ἀπρόσοιστος, -ον (Α)
1. ανυπόφορος
2. ακοινώνητος.
Greek Monotonic
ἀπρόσοιστος: -ον (προσοίσω, μέλ. του προσφέρω), ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εναντιωθεί, να προβάλει αντίσταση, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
προσοίσω, fut. of προσφέρω
not to be withstood, irresistible, Aesch.
Translations
irresistible
Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig