ἀνδραγαθία: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] ἡ, das Bravsein, Tapferkeit, Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. Tugend, Rechtschaffenheit, Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαθίας [[ἕνεκα]] καὶ δικαιοσύνης, als Belobigungsformel, 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαθίαν αἱρεῖσθαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] ἡ, das [[Bravsein]], [[Tapferkeit]], Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. [[Tugend]], [[Rechtschaffenheit]], Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαθίας [[ἕνεκα]] καὶ δικαιοσύνης, als [[Belobigungsformel]], 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαθίαν αἱρεῖσθαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρᾰγᾰθία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[γενναιότης]], [[ἀνδρεία]], ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ [[λέξις]] ἐσήμαινε γενναιότητα μετὰ τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας [[ἕνεκα]] στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 13· πρβλ. [[ἀνδραγαθίζομαι]]. | |lstext='''ἀνδρᾰγᾰθία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[γενναιότης]], [[ἀνδρεία]], [[ἀρετή]], Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ [[λέξις]] ἐσήμαινε γενναιότητα μετὰ τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας [[ἕνεκα]] στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 13· πρβλ. [[ἀνδραγαθίζομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:05, 8 December 2023
English (LSJ)
Ion. ἀνδραγαθίη, ἡ, bravery, manly virtue, Hdt.1.99,136, al., Th.2.42; the character of an upright man, Ar.Pl.191, Phryn.Com.1; ἀνδραγαθίας ἑνεκα στεφανοῦσθαι Hyp.Lyc.6.
Spanish (DGE)
(ἀνδρᾰγᾰθία) -ας, ἡ
I 1valor, hombría, bravura Hdt.1.99, 136, 6.128, tít. en Democr.B 2a, καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι Th.2.42, ἦσαν γὰρ οἱ λοχαγοὶ πλησίον ἀλλήλων οἳ πάντα τὸν χρόνον ἀλλήλοις περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο X.An.5.2.11, ὁ Ἀριστογείτων ἐκεῖνος καὶ Ἁρμόδιος οὐ διὰ τὸ γένος ἐτιμήθησαν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀνδραγαθίαν Is.5.47, ἐν δὲ κινδύνοις καὶ πόνοις καρτερίαν καὶ ἀνδραγαθίαν Plu.2.97e, cf. 221b, Polyaen.3.9.1, τῶν ἐκείνου στρατηγῶν POxy.1799.23 (II d.C.), cf. Th.3.64, 5.101, Arist.Pol.1270b38, X.Ages.10.2, Lac.4.2, Isyll.4, Plb.2.38.3, 5.60.3, BGU 531.2.6 (I a.C.), Ph.2.131, LXX Es.10.2.
2 rectitud, integridad Ar.Pl.191, Th.3.57, ἀ. ... καὶ δικαιοσύνη D.22.72, cf. Isoc.6.105, Hyp.Lyc.16, Hippod.p.14, Diotog.2.
II hazaña LXX 1Ma.5.56, 10.15, Ph.2.558
•acción noble Φίλιππον ἐπίσκοπον αὐτῶν ἀποδέχεται ἅτε δὴ ἐπὶ πλείσταις μαρτυρουμένης ἀνδραγαθίαις τῆς ὑπ' αὐτὸν ἐκκλησίας Eus.HE 4.23.5.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, das Bravsein, Tapferkeit, Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. Tugend, Rechtschaffenheit, Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαθίας ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης, als Belobigungsformel, 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαθίαν αἱρεῖσθαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 courage;
2 loyauté, vertu.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰγᾰθία: ион. ἀνδρᾰγᾰθίη ἡ
1 мужество, доблесть Her., Thuc., Xen., Arph., Polyb., Plut.;
2 добродетель, честность, порядочность, Thuc., Xen., Dem.;
3 мужественный поступок, подвиг Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, γενναιότης, ἀνδρεία, ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ λέξις ἐσήμαινε γενναιότητα μετὰ τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας ἕνεκα στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13· πρβλ. ἀνδραγαθίζομαι.
Greek Monolingual
η (AM ἀνδραγαθία)
γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός
νεοελλ.-μσν.
ανδραγάθημα, κατόρθωμα
αρχ.
γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰγᾰθία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀνήρ, ἀγαθός), γενναιότητα, ανδρική αρετή, ο χαρακτήρας ενός γενναίου και τίμιου ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀνήρ, ἀγαθός
bravery, manly virtue, the character of a brave honest man, Hdt., Ar.
English (Woodhouse)
nobility, nobility of character
Translations
bravery
Afrikaans: dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Asturian: bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət, igidlik; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага; Bengali: বাহাদুরী, কেরদানী; Bulgarian: смелост, храброст; Burmese: ရဲစွမ်းသတ္တိ; Catalan: bravesa, bravor, bravura, valor; Chinese Mandarin: 勇敢; Czech: statečnost, odvaha; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Estonian: vaprus; Faroese: mót, dirvi; Finnish: rohkeus; French: courage; Galician: bravura, braveza; Georgian: სიმამაცე, ვაჟკაცობა; German: Tapferkeit; Greek: ανδρεία; Ancient Greek: θάρσος, ἀνδρεία, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη; Hindi: बहादुरी, वीरता; Icelandic: hugrekki; Ido: braveso; Indonesian: keberanian; Irish: crógacht; Japanese: 勇気, 剛勇; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용감성, 용감, 용기; Latin: militia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Macedonian: храброст, смелост; Malayalam: ധീരത; Maori: hautoa, māia, toa; Middle English: douȝtines; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: bravesa; Old English: ellen; Persian: شجاعت; Polish: odwaga, śmiałość; Portuguese: bravura, braveza; Romanian: bravură, curaj, bărbăție; Russian: храбрость, смелость, отвага; Serbo-Croatian Cyrillic: храброст, смелост; Roman: hrabrost, smelost; Slovak: statočnosť, odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: valor; Swahili: ujasiri; Swedish: tapperhet; Turkish: cesaret, cesurluk, yiğitlik; Ukrainian: хоробрість, сміливість, відвага; Vietnamese: sự dũng cảm