περιώδυνος: Difference between revisions
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periodynos | |Transliteration C=periodynos | ||
|Beta Code=periw/dunos | |Beta Code=periw/dunos | ||
|Definition=περιώδυνον, ([[ὀδύνη]])<br><span class="bld">A</span> [[exceeding painful]], of death, A.''Ag.''1448(lyr.); τύχη [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 873c.<br><span class="bld">II</span> [[suffering great pain]], Hp.''Acut.'' (''Sp.'') 34, D.54.12, Parth. 5.5. Adv. [[περιωδύνως]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[περισφάτως]]. | |Definition=περιώδυνον, ([[ὀδύνη]])<br><span class="bld">A</span> [[exceeding painful]], of death, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1448(lyr.); τύχη [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 873c.<br><span class="bld">II</span> [[suffering great pain]], Hp.''Acut.'' (''Sp.'') 34, D.54.12, Parth. 5.5. Adv. [[περιωδύνως]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[περισφάτως]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:55, 29 October 2024
English (LSJ)
περιώδυνον, (ὀδύνη)
A exceeding painful, of death, A.Ag.1448(lyr.); τύχη Pl.Lg. 873c.
II suffering great pain, Hp.Acut. (Sp.) 34, D.54.12, Parth. 5.5. Adv. περιωδύνως Hsch. s.v. περισφάτως.
German (Pape)
[Seite 601] großen Schmerz verursachend, sehr schmerzend, schmerzhaft; Aesch. Ag. 1423; Her. 1, 31; τύχη, Plat. Legg. IX, 873 c; Sp. Bei Dem. 54, 12 = großen Schmerz leidend. Vgl. über περιόδυνος Lob. Phryn. 712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause une vive douleur.
Étymologie: περί, ὀδύνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιώδυνος -ον [περί, ὀδύνη] zeer smartelijk. veel pijn lijdend.
Russian (Dvoretsky)
περιώδῠνος:
1 мучительный (τύχη Plat.);
2 тяжело страдающий Dem.
Greek (Liddell-Scott)
περιώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) καθ’ ὑπερβολὴν ὀδυνηρός, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1448 τύχη Πλάτ. Νόμ. 873C. II. ὁ ὑποφέρων μέγαν πόνον, Ἱππ. 402. 40, Δημ. 1260. 25. Ἐπίρρ. -νως, Ἡσύχ. ἐν λ. περισφάτως. ― Ἴδε Κόντου εἰς Ὀρειβάσιον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 263.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που προκαλεί πολύ ισχυρό πόνο
2. αυτός που αισθάνεται πολύ δυνατό πόνο.
επίρρ...
περιωδύνως
με πολύ δυνατό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ανώδυνος)].
Greek Monotonic
περιώδῠνος: -ον (ὀδύνη),
I. εξαιρετικά οδυνηρός, επώδυνος, σε Αισχύλ.
II. αυτός που υπομένει μεγάλο πόνο, σε Δημ.
Middle Liddell
περι-ώδῠνος, ον, ὀδύνη
I. exceeding painful, Aesch.
II. suffering great pain, Dem.
English (Woodhouse)
Translations
painful
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol