συμμάχομαι: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(CSV import) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmachomai | |Transliteration C=symmachomai | ||
|Beta Code=summa/xomai | |Beta Code=summa/xomai | ||
|Definition=fut. -οῦμαι X.''An.''5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—[[fight along with]] others, to [[be an ally]], [[auxiliary]], Th.4.44, 8.26, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''699a, X.''HG'' 3.2.13: c. dat., Id.''An.''5.4.10, 6.1.13; <b class="b3">τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</b> probability [[is on]] my [[side]], [[Herodotus|Hdt.]]7.239; <b class="b3">σ. πρὸς τὸν δῆμον</b> against... Arist. ''Pol.''1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. [[l.c.]]—Prose word, [[συμμαχέω]] being used by Poets. | |Definition=fut. -οῦμαι X.''An.''5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—[[fight along with]] others, to [[be an ally]], [[auxiliary]], Th.4.44, 8.26, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''699a, X.''HG'' 3.2.13: c. dat., Id.''An.''5.4.10, 6.1.13; <b class="b3">τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</b> probability [[is on]] my [[side]], [[Herodotus|Hdt.]]7.239; <b class="b3">σ. πρὸς τὸν δῆμον</b> against... [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. [[l.c.]]—Prose word, [[συμμαχέω]] being used by Poets. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:26, 21 November 2024
English (LSJ)
fut. -οῦμαι X.An.5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—fight along with others, to be an ally, auxiliary, Th.4.44, 8.26, Pl.Lg.699a, X.HG 3.2.13: c. dat., Id.An.5.4.10, 6.1.13; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.7.239; σ. πρὸς τὸν δῆμον against... Arist.Pol.1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. l.c.—Prose word, συμμαχέω being used by Poets.
German (Pape)
[Seite 981] ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.
French (Bailly abrégé)
assister, être l'auxiliaire de, τινι.
Étymologie: σύν, μάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μάχομαι, Att. ξυμμάχομαι meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. iem.; met πρός + acc. tegen iem.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται de waarschijnlijkheid staat aan mijn kant Hdt. 7.239.2.
Russian (Dvoretsky)
συμμάχομαι: (ᾰχ) (fut. συμμαχοῦμαι)
1 вместе сражаться, воевать в союзе (τινι Xen., Plat.): τὴν ἐν Μαντινεία μάχην σ. Aeschin. участвовать в сражении при Мантинее; σ. πρός τινα Arst. совместно бороться против кого-л.;
2 оказывать помощь, помогать (τινι Xen.): τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται (v.l. συμμαχέεται) Her. правдоподобие (здесь) на моей стороне; οὐ μόνος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ξίφους τοῦ συμμεμαχημένου Luc. не один, а в сопровождении верного меча.
Greek Monolingual
ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α μάχομαι
(αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ
αρχ.
1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῖκες συνεμάχοντο αὐτοῖς», Ξεν.)
2. είμαι με το μέρος κάποιου.
Greek Monotonic
συμμάχομαι: [ᾰ], μέλ. -οῦμαι, αόρ. αʹ συνεμαχεσάμην, παρακ. συμμεμάχημαι, αποθ., πολεμώ από κοινού με άλλους, συμπολεμώ, είμαι σύμμαχος, αρωγός, επίκουρος, βοηθός, σε Ξεν.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, τινι, στον ίδ.· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, οι πιθανότητες είναι με το μέρος μου, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
συμμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, εἶμαι σύμμαχος, ἐπίκουρος, βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ πιθανότης εἶναι ὑπὲρ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, ἐναντίον τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― λέξις τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ συμμαχέω.
Middle Liddell
fut. οῦμαι aor1 συνεμαχεσάμην perf. συμμεμάχημαι
Dep.:— to fight along with others, to be an ally, auxiliary, Xen.: generally, to help, succour, τινι Xen.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.
Lexicon Thucydideum
una pugnare, to fight together, 4.44.1, 8.26.3.