παραδίδω: Difference between revisions
(6_2) |
(30) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραδίδω''': [[παραδίδωμι]], ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδετο Ἐπιστ. Παύλου πρὸς Κορινθ. Α΄, ια΄, 23, Γρηγέντιος 600Β (96). | |lstext='''παραδίδω''': [[παραδίδωμι]], ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδετο Ἐπιστ. Παύλου πρὸς Κορινθ. Α΄, ια΄, 23, Γρηγέντιος 600Β (96). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[παραδίνω]] Ν, [[παραδίδωμι]] και ποιητ. τ. [[παρδίδωμι]] Α<br /><b>1.</b> [[δίνω]] στα χέρια κάποιου, [[εγχειρίζω]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] στον δικαιούχο ή σε κάποιον [[άλλο]] (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[παραχωρώ]] («παρέδωκεν αὐτοῑς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[μεταβιβάζω]] σε άλλον [[αρχή]], [[αξίωμα]], [[υπηρεσία]] κ.λπ. (α. «παρέδωσε την [[προεδρία]] του συλλόγου» β. «ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κληροδοτώ]] στους μεταγενέστερους («τήν τε πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῑς ἐπιγιγνομένοις παρέδοσαν», Iσοκρ.)<br /><b>6.</b> [[διδάσκω]] (α. «παραδίδει [[χημεία]]» β. «παραδιδόναι τὴν ἀρετήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εμπιστεύομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] σε κάποιον («ἐκ τῆς παραδοθείσης αὐτοῑς ἁγίας ἐντολῆς», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[θέτω]] στην [[εξουσία]] κάποιου με [[προδοσία]], [[προδίδω]] («φιλήματι δολίῳ παραδοὺς αὐτὸν τοῑς ἀνόμοις», ΚΔ)<br /><b>9.</b> [[προσάγω]] κάποιον στο δικαστήριο («διὰ τὰ τοῡ πατρὸς ἁμαρτήματα... τοῑς [[ἕνδεκα]] παρεδόθη», Λυσ.)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραδίδομαι</i><br />α) [[αφήνω]] τον εαυτό μου στη [[διάθεση]] κάποιου<br />β) αφοσιώνομαι, προσηλώνομαι (α. «παραδόθηκε στη δουλειά του» β. «εἰς ὅv παρεδόθητε τύπον διδαχῆς», ΚΔ)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[παραδίδω]] το [[πνεύμα]]» — [[εκπνέω]], [[ξεψυχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] σε πολύ [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ή σε υπερβολικό βαθμό (α. «μην του παραδίνεις [[φαγητό]] [[γιατί]] θα παχύνει» β. «μην του παραδίνεις [[σημασία]]»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[γίνομαι]] [[έρμαιο]], υποδουλώνομαι («έχει παραδοθεί στην [[ακολασία]]»)<br /><b>3.</b> (ως απρόσ.) <i>παραδίδεται</i><br />λέγεται, θρυλείται<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παραδίδω]] τα όπλα» — [[ομολογώ]] ότι νικήθηκα, [[υποκύπτω]], [[καταθέτω]] τα όπλα<br />β) «[[παραδίδω]] την ύστατη [[πνοή]]» ή, [[απλώς]], «[[παραδίδω]]» — [[πεθαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]], [[αποφέρω]]<br /><b>2.</b> [[επιτρέπω]] («ὁ θεὸς τοῡτο γε οὐ παρεδίδου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] ως [[ευκαιρία]]<br /><b>4.</b> [[μεταστρέφω]]<br /><b>5.</b> (για καρπό) [[ωριμάζω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παραδίδω]] εἰς θάνατον» — [[θανατώνω]]<br />β) «παραδίδομαι τῇ χάριτι τοῡ θεοῡ» — [[γίνομαι]] [[χριστιανός]], βαπτίζομαι<br />γ) «παραδίδομαι σιωπῇ» — αποσιωπώμαι<br />δ) «παραδίδομαι πέρατι» — [[τελειώνω]]<br />ε) «[[παραδίδωμι]] φόνου [[δίκην]]» — [[δικάζω]] για φόνο στο δικαστήριο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
παραδίδω: παραδίδωμι, ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδετο Ἐπιστ. Παύλου πρὸς Κορινθ. Α΄, ια΄, 23, Γρηγέντιος 600Β (96).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α
1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω
2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.)
3. παρέχω, παραχωρώ («παρέδωκεν αὐτοῑς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῡ», ΚΔ)
4. μεταβιβάζω σε άλλον αρχή, αξίωμα, υπηρεσία κ.λπ. (α. «παρέδωσε την προεδρία του συλλόγου» β. «ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν», Σοφ.)
5. κληροδοτώ στους μεταγενέστερους («τήν τε πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῑς ἐπιγιγνομένοις παρέδοσαν», Iσοκρ.)
6. διδάσκω (α. «παραδίδει χημεία» β. «παραδιδόναι τὴν ἀρετήν», Πλάτ.)
7. εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι σε κάποιον («ἐκ τῆς παραδοθείσης αὐτοῑς ἁγίας ἐντολῆς», ΚΔ)
8. θέτω στην εξουσία κάποιου με προδοσία, προδίδω («φιλήματι δολίῳ παραδοὺς αὐτὸν τοῑς ἀνόμοις», ΚΔ)
9. προσάγω κάποιον στο δικαστήριο («διὰ τὰ τοῡ πατρὸς ἁμαρτήματα... τοῑς ἕνδεκα παρεδόθη», Λυσ.)
10. μέσ. παραδίδομαι
α) αφήνω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιου
β) αφοσιώνομαι, προσηλώνομαι (α. «παραδόθηκε στη δουλειά του» β. «εἰς ὅv παρεδόθητε τύπον διδαχῆς», ΚΔ)
11. φρ. «παραδίδω το πνεύμα» — εκπνέω, ξεψυχώ
νεοελλ.
1. δίνω κάτι σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε υπερβολικό βαθμό (α. «μην του παραδίνεις φαγητό γιατί θα παχύνει» β. «μην του παραδίνεις σημασία»)
2. μέσ. γίνομαι έρμαιο, υποδουλώνομαι («έχει παραδοθεί στην ακολασία»)
3. (ως απρόσ.) παραδίδεται
λέγεται, θρυλείται
4. φρ. α) «παραδίδω τα όπλα» — ομολογώ ότι νικήθηκα, υποκύπτω, καταθέτω τα όπλα
β) «παραδίδω την ύστατη πνοή» ή, απλώς, «παραδίδω» — πεθαίνω
αρχ.
1. παρέχω, αποφέρω
2. επιτρέπω («ὁ θεὸς τοῡτο γε οὐ παρεδίδου», Ηρόδ.)
3. προσφέρω κάτι ως ευκαιρία
4. μεταστρέφω
5. (για καρπό) ωριμάζω
6. φρ. α) «παραδίδω εἰς θάνατον» — θανατώνω
β) «παραδίδομαι τῇ χάριτι τοῡ θεοῡ» — γίνομαι χριστιανός, βαπτίζομαι
γ) «παραδίδομαι σιωπῇ» — αποσιωπώμαι
δ) «παραδίδομαι πέρατι» — τελειώνω
ε) «παραδίδωμι φόνου δίκην» — δικάζω για φόνο στο δικαστήριο.