ῥοπή: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοπή''': ἡ, ([[ῥέπω]]) [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σοῦς]] ([[ὅπερ]] σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς [[πέντε]], κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ [[κλίσις]] τῆς πλάστιγγος, ἡ [[κρίσιμος]] [[στιγμή]], ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ [[ἔκβασις]], Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ [[πόλις]]), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ [[ταχέως]] καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· [[βλέπω]] δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 [[σῶμα]] νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ [[σημεῖον]] τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ [[θάνατος]], Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ [[βίος]] Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ [[μέρος]] τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «[[ἐπιρροή]]», [[μεγάλη]] γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ ὅλον, ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν [[βρῖθος]] καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1.
|lstext='''ῥοπή''': ἡ, ([[ῥέπω]]) [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σοῦς]] ([[ὅπερ]] σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς [[πέντε]], κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ [[κλίσις]] τῆς πλάστιγγος, ἡ [[κρίσιμος]] [[στιγμή]], ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ [[ἔκβασις]], Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ [[πόλις]]), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ [[ταχέως]] καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· [[βλέπω]] δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 [[σῶμα]] νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ [[σημεῖον]] τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ [[θάνατος]], Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ [[βίος]] Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ [[μέρος]] τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «[[ἐπιρροή]]», [[μεγάλη]] γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ ὅλον, ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν [[βρῖθος]] καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l’inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu’une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l’impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n’était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοπή Medium diacritics: ῥοπή Low diacritics: ροπή Capitals: ΡΟΠΗ
Transliteration A: rhopḗ Transliteration B: rhopē Transliteration C: ropi Beta Code: r(oph/

English (LSJ)

ἡ, (ῥέπω)

   A turn of the scale, fall of the scale-pan, weight, Arist. Cael.307b33; μέχρι τοῦ μέσου τὴν ῥ. ἔχειν gravitate to... ib.297a28; downward momentum, τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥ. πλείων παρέπεται Ph. Bel.69.21; ῥ. ποιεῖν make (counter-)weight, Thphr.CP5.4.7; ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥ. in equilibrium, Ti.Locr.97e; διαστρεφόντων τὴν ῥ. disturbing the balance, Plu.Cam.28.    2 metaph., balancing, suspense, ἀ δ' (sc. ἀ πόλις) ἔχεται ῤόπας Alc.25; ῥ. Δίκας A.Ch.61 (lyr.); ἐν οὖν ῥ. τοιᾷδε κειμένῳ S.Tr.82; ποντοναῦται . . λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες staking distant ventures on nice balancings, Id.Fr.555 ( = Philol.88.2); ῥ. βίου μοι the turning-point or sinking-point of life, i.e. death, Id.OC1508; ῥ. 'στιν ἡμῶν ὁ βίος ὥσπερ ὁ ζυγός Men.Mon.465.    b turn of the scale, ποιεῖν ῥ. turn the scale, Arist.Pol.1295b38; τοῦ πολέμου Isoc.12.50; πολλάκις μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥ. ἐποίησαν Id.4.139; μεγάλην ἔσεσθαι τὴν ῥ., εἰ . . Id.14.33; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνοντα τὸν πόλεμον Plb.1.20.7, cf. Trag.Adesp.102: hence, decision, outcome, βλέπω δύο ῥ.· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ' . . ἢ . . E.Hel.1090; ἀσθενεῖς καὶ ἐπὶ ῥ. μιᾶς ὄντες at the mercy of a single weighing in the scales, Th.5.103.    II weight placed in the scale-pan, Arist.Mech.850a13; esp. small additional weight, make-weight, casting weight, IG22.1013.35, al.; ὡς ῥ. ἐκ πλαστίγγων LXX Wi.11.22; ὡς ῥ. ζυγοῦ ἐλογίσθησαν 'as dust in the balance', ib.Is.40.15; οὐδ' ὅσον ῥ. Herod.7.33.    2 metaph., σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥ. casting weight, S.OT961; σῶμα νοσῶδες σμικρᾶς ῥ . . δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Pl.R.556e; δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥ. E.Hipp.1163, cf. Plu.Art.30.    b δεῖ ῥ. διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι τοὺς συγγραφέας give the casting weight to... Plb. 16.14.6.    c weight, decisive influence, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ A.Pers.437; μεγάλη γὰρ ῥ., μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα τὰ πράγματα D.2.22; ῥ. ἔχειν have influence, Id.11.8, cf. SIG761.5 (Delph., i B.C.); ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τὸν βίον Arist.EN1101a29, cf. 1094a23, 1172a23; πλείστην παρέχεται ῥ. εἰς τὸ νικᾶν Plb.6.52.9.    III decisive moment, crisis (i.e. victory), καὶ τὸν Βαλαὰμ . . ἀπέκτειναν ἐν τῇ ῥ. LXX Jo.13.22: so generally, moment, πρὸς μίαν ῥ. . . διεφθάρη in one moment, ib.Wi.18.12; ὑστάτην βίου ῥ. αὑτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι ib.3 Ma.5.49; ἐν ῥοπῆς καιρῷ βραχεῖ AP11.289 (Pall.).    IV discount deducted from a payment, PLond.3.780.4 (vi A.D.), POxy.143.3 (vi A.D.), etc.; perh. illicit commission, Cod. Just.4.59.1.1.

German (Pape)

[Seite 849] ἡ, die Neigung, bes. die Senkung, Neigung der Wagschaale u. der dadurch bewirkte Ausschlag, wie Plut. Camill. 28; vgl. Inscr. bei Böckh's Staatshh. II p. 347; allmälige Bewegung nach unten, Senkung, Wucht, Schuß, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, Aesch. Pers. 429, übertr., der Ausschlag, die Entscheidung, ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαν, Ch. 59; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, Soph. O. R. 961; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, Tr. 82, wo der Schol. erkl. ἐν κινδύνῳ καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἱστάμενος; ῥοπὴ βίου μοι, O. C. 1504, der Wendepunkt oder die Neige des Lebens, der Augenblick des Todes; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, Eur. Hipp. 1163; ἁ πόλις ἔχεται ῥοπᾶς, Ar. Vesp. 1235; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, Thuc. 5, 103; ὥςπερ σῶμα νοσῶδες μακρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, Plat. Rep. VIII, 556 e; Folgde; μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν, Isocr. 4, 139; μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ τὸ ὅλον ἡ τύχη παρὰ πάντ' ἐστὶ τὰ ἀνθρώπων πράγματα, das Glück entscheidet Alles, Dem. 2, 22; ἐν προσθήκης μέρει ῥοπὴν ἔχει τινὰ καὶ χρῆσιν, 11, 8. öfter; τῇ τῶν γερόντων προσκλίσει καὶ ῥοπῇ, durch ihren Beitritt, der entscheidend war, Pol. 6, 10, 10; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνει ὁ πόλεμος, 1, 29, 7, das Kriegsglück neigt sich abwechselnd auf beide Seiten; τοῦτο πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾶν, 6, 52, 9; Plut. vrbdt ἦν ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς ὁ Ἀρταξέρξης, Artax. 30, es bedurfte eines geringen Umstandes, um zu seinem Tode den Ausschlag zu geben; – ῥοπὴν καὶ δύναμιν ἔχειν πρὸς ἀρετήν τε καὶ εὐδαίμονα βίον, Arist. eth. 10, 1, Einfluß worauf haben.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοπή: ἡ, (ῥέπω) κλίσις πρὸς τὰ κάτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σοῦς (ὅπερ σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· μάλιστα ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν μέχρι τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς πέντε, κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ κλίσις τῆς πλάστιγγος, ἡ κρίσιμος στιγμή, ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ ἔκβασις, Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ πόλις), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ ταχέως καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει ῥοπή, μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· βλέπω δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 σῶμα νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ σημεῖον τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ θάνατος, Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ βίος Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ μέρος τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «ἐπιρροή», μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 inclinaison, action d’incliner, de pencher, en gén. mouvement de haut en bas ; particul. inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l’inclinaison d’une balance;
2 impulsion de haut en bas, particul. impulsion d’une balance ; fig. cause ou circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς εἶναι THC n’avoir qu’une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; ῥοπή μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;
3 ce qui détermine l’impulsion, poids : ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance ou sans influence ; οὐ μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν εἶναι καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n’était pas petit, càd il importait beaucoup, qu’ils fussent présents ou absents ; μεγάλη ἔσται ῥοπὴ εἰ ISOCR il importera grandement que.
Étymologie: ῥέπω.