καταπλέκω: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> entortiller, enlacer, tresser ; <i>fig.</i> τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;<br /><b>2</b> achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέκω]]. | |btext=<b>1</b> entortiller, enlacer, tresser ; <i>fig.</i> τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;<br /><b>2</b> achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπλέκω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[πλέκω]])<br /><b>1.</b> [[πλέκω]] εντελώς, [[εμπλέκω]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>3.</b> (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., [[πλαταίνω]]<br /><b>4.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[περιπλέκω]] κάποιον σε [[κάτι]] [[κακό]] ή δυσάρεστο, τον [[μπερδεύω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> παρεμβάλλομαι, έχω παρεισφρήσει [[κάπου]]<br /><b>6.</b> (με δοτ. προσ.) [[φέρνω]] κάποιον σε αντιφάσεις, [[μπερδεύω]]<br /><b>7.</b> [[τελειώνω]] την [[πλοκή]], το [[πλέξιμο]], τη [[σύνθεση]]<br /><b>8.</b> <b>συνεκδ.</b> [[περατώνω]], [[τερματίζω]], [[τελειώνω]]<br /><b>9.</b> (στον παθ. αόρ.) <i>κατεπλάκην</i><br />αναστομώθηκα<br /><b>10.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>καταπεπλεγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[περιπεπλεγμένος]], [[περίπλοκος]] («[[πόλεμος]] καταπεπλεγμένος τῇ [[ποικιλία]]» — [[πόλεμος]] [[περίπλοκος]] στην [[ποικιλία]] τών γεγονότων, <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A entwine, plait, [φλοῦν] φορμοῦ τρόπον κ. Hdt.3.98. b in Anatomy, Pass., perh. inosculate, anastomose, in aor. -επλάκην [ᾰ], Hp.Oss.18 (aor. part. Pass. -πλεκεῖσι Hsch.); also, to be entwined, matted, Sor.1.88. c twine round, τὰ εὐώνυμα μέρη Meno Iatr.16.16; compose, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.63. 2 metaph., implicate, κ. τινὰ προδοσίῃ Hdt.8.128 (as v.l.):—Pass., πόλεμος . . καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ in the variety of its events, complicated, Arist. Po.1459a34; to be involved, ἐν τούτῳ ψεῦδος κατεπέπλεκτο S.E.M. 2.71. 3 c. dat. pers., entangle, involve in contradictions, POxy. 1673.20 (ii A. D.), 903.35 (iv A. D.). II finish twining: hence metaph., bring to an end, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν, Hdt.4.205, 8.83.
German (Pape)
[Seite 1370] verknüpfen, verflechten; ἔδοξε μὴ καταπλέξαι Τιμόξεινον προδοσίῃ, ihn in den Verdacht des Verraths verwickeln, Her. 8, 128; Ὅμηρος τὸν πόλεμον ποιῶν καταπεπλεγμένον τῇ ποικιλίᾳ Arist. poet. 23; ἐν τούτῳ καὶ ψεῦδος κατεπέπλεκτο S. Emp. adv. rhet. 71. – Uebertr., fertig flechten, vollenden, endigen, εὖ τὴν ζόην Her. 4, 205, τὴν ῥῆσιν, die Rede schließen, 8, 83.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐντελῶς πλέκω, ἐμπλέκω, συμπλέκω, φλοῦν φορμοῦ τρόπον κ. Ἡρόδ. 3. 98. 2) μεταφ., περιπλέκω, ἐμπερδεύω, κ. τινὰ προδοσίᾳ ὁ αὐτ. 8. 128.- Παθ., πόλεμος… καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ, περίπλοκος ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Ποιητ. 23. 5. ΙΙ. παύομαι πλέκων, ἑπομένως φέρω εἰς πέρας, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Ἡρόδ. 4, 205., 8, 83· πρβλ. διαπλέκω ΙΙ, πλέκω ΙΙ, 3.
French (Bailly abrégé)
1 entortiller, enlacer, tresser ; fig. τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;
2 achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.
Étymologie: κατά, πλέκω.
Greek Monolingual
καταπλέκω (Α)
(επιτ. τ. του πλέκω)
1. πλέκω εντελώς, εμπλέκω, συμπλέκω
2. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω
3. (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ' άλλη ερμ., πλαταίνω
4. (με δοτ. πράγμ.) περιπλέκω κάποιον σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, τον μπερδεύω κάπου
5. παρεμβάλλομαι, έχω παρεισφρήσει κάπου
6. (με δοτ. προσ.) φέρνω κάποιον σε αντιφάσεις, μπερδεύω
7. τελειώνω την πλοκή, το πλέξιμο, τη σύνθεση
8. συνεκδ. περατώνω, τερματίζω, τελειώνω
9. (στον παθ. αόρ.) κατεπλάκην
αναστομώθηκα
10. (η μτχ. του παθ. παρακμ.) καταπεπλεγμένος, -η, -ον
περιπεπλεγμένος, περίπλοκος («πόλεμος καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλία» — πόλεμος περίπλοκος στην ποικιλία τών γεγονότων, Αριστοτ.).