ὀφθαλμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> œil : ὀφθαλμοῖσιν <i>ou</i> [[ἐν]] ὀφθαλμοῖσιν [[ἰδεῖν]] IL voir de ses yeux, avoir sous les yeux ; τινος [[ἐς]] ὀφθαλμοὺς ἔρχεσθαι IL venir <i>ou</i> se mettre sous les yeux de qqn ; [[γενέσθαι]] τινὶ [[ἐξ]] ὀφθαλμῶν HDT s’éloigner de la vue de qqn ; <i>fig. en parl. d’une personne chère, d’une chose précieuse</i> δεσπότου [[ὀφθαλμός]] XÉN l’œil du maître ; βασιλέως [[ὀφθαλμός]] HDT, ESCHL, [[οἱ]] ὀφθαλμοί XÉN l’œil du grand-roi, les yeux du grand-roi <i>en parl. des inspecteurs qu’il envoyait dans les provinces ; cf.</i> [[οὖς]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> <i>en parl. de la lune</i>;<br /><b>2</b> œil <i>ou</i> bourgeon de certaines plantes.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], [[ὄσσε]], <i>lat.</i> oculus.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> œil : ὀφθαλμοῖσιν <i>ou</i> [[ἐν]] ὀφθαλμοῖσιν [[ἰδεῖν]] IL voir de ses yeux, avoir sous les yeux ; τινος [[ἐς]] ὀφθαλμοὺς ἔρχεσθαι IL venir <i>ou</i> se mettre sous les yeux de qqn ; [[γενέσθαι]] τινὶ [[ἐξ]] ὀφθαλμῶν HDT s’éloigner de la vue de qqn ; <i>fig. en parl. d’une personne chère, d’une chose précieuse</i> δεσπότου [[ὀφθαλμός]] XÉN l’œil du maître ; βασιλέως [[ὀφθαλμός]] HDT, ESCHL, [[οἱ]] ὀφθαλμοί XÉN l’œil du grand-roi, les yeux du grand-roi <i>en parl. des inspecteurs qu’il envoyait dans les provinces ; cf.</i> [[οὖς]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> <i>en parl. de la lune</i>;<br /><b>2</b> œil <i>ou</i> bourgeon de certaines plantes.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], [[ὄσσε]], <i>lat.</i> oculus.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ὀπ, cf. oculus): [[eye]]; freq., (ἐν) ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι, ‘see [[with]] [[one]]'s eyes’; ἐς ὀφθαλμοὺς [[ἐλθεῖν]], ‘[[into]] [[one]]'s [[sight]],’ Il. 24.204.
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμός Medium diacritics: ὀφθαλμός Low diacritics: οφθαλμός Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: ophthalmós Transliteration B: ophthalmos Transliteration C: ofthalmos Beta Code: o)fqalmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὄπωπ-α, ὀφ-θῆναι,

   A v. ὄψ B) eye, used by Hom. and Hes. mostly in pl.; ὀφθαλμοὶ δ' ὡς εἰ κέρα ἕστασαν . . ἀτρέμας ἐν βλεφάροισι Od.19.211: sg., παίειν τινὰ ἐς τὸν ὀ. Hdt.9.22: the pl. continued most common, but the dual also occurs, as in Ar.Nu.362: pl. is used in many phrases, ἐλθέμεν ἐς ὀφθαλμούς τινος before one's eyes, Il.24.204; οὐδ' Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι ib.463; ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν, ὁρᾶσθαι, etc., 10.275, Od.4.47, etc.; but ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶν, νοεῖν, to see before one's eyes, 8.459, Il.24.312; ἔχειν ἐν ὀ. to have before one's eyes, X.An.4.5.29; τὰ ἐν ὀ. what is before one's eyes, Pl.Tht.174c; τὸ ἐν τοῖς ὀ. δὴ γελοῖον what was ridiculous to the eye, Id.R.452d; ἐπίπροσθε τῶν ὀ. Id.Smp.213a; πρὸ τῶν ὀ. προφαίνεσθαι Aeschin.2.148; ἐπ' ὀφθαλμῶν Luc. Tox.20; γενέσθαι τινὶ ἐξ ὀφθαλμῶν to get out of any one's sight, Hdt.5.106; ἐξ ὀ. ἀποπέμψασθαι Id.1.120; ἐξ ὀ. ποιεῖν Alciphr. 3.20; κατ' ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί to tell one to one's face, opp. εἰς οὖς, Ar.Ra.626; τυράννου κατ' ὀ. κατηγορεῖν to accuse him to his face, X. Hier.1.14: sg. in the phrase πρὸς ὀφθαλμὸν ἐπιχεῖν, μίσγειν, by eye, PHolm.7.23, PLeid.X.62; eyes were painted on the bows of vessels, βλοσυροῖς κατὰ πρῷραν ὀφθαλμοῖς οἷον βλέπει Philostr.Im.1.19, cf. IG22.1607.24, Poll.1.86; whence the joke in Ar.Ach.97.    2 στέρησις ὀφθαλμῶν temporary loss of sight, Gal.17(1).400.    II in sg., the eye of a master or ruler, πάντα ἰδὼν Διὸς ὀ. Hes.Op.267; Δίκης ὀ. ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ Men.Mon.179; δεσπότου ὀ. X.Oec.12.20; ἀκοίμητος ὀ., of God, Secund.Sent.3; so a king is called ὀ. οἴκων A.Ch.934 (so ὄμμα Pers. 169); and in Persia ὀφθαλμὸς βασιλέως the king's eye was a confidential officer, through whom he beheld his kingdom and subjects, A.Pers.979(lyr.), Hdt.1.114, Ar.Ach.92, X.Cyr.8.2.10 sq., Arist.Pol. 1287b29, Ph.1.642; cf. οὖς.    III the eye of heaven, ἑσπέρας ὀ., νυκτὸς ὀ., of the moon, Pi.O.3.20, A.Th.390; also οὐράνιος ὀ., of the sun, Secund.Sent.5.    IV the dearest, best, as the eye is the most precious part of the body, hence of men, ὀ. Σικελίας, στρατιᾶς, Pi.O.2.10, 6.16; also, light, cheer, comfort, μέγας <γ'> ὀ. οἱ πατρὸς τάφοι S.OT 987, cf. E.Andr.406.    V eye or bud of a plant or tree, Alcm.43, Ion Eleg.1.6, Hp.Nat.Puer.26, X.Oec. 19.10, Thphr.HP1.8.5, etc.    VI a surgical bandage covering one or both eyes, Hp.Off.7, Heliod. ap. Orib. 48.29,30.    VII Archit., in dual, the disks forming the centres of the volutes of an Ionic capital, IG12.374.291.

German (Pape)

[Seite 425] ὁ (οπ, ὤφθην, nicht zusammengesetzt), das Auge, Hom. u. Folgde überall; ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, Od. 1, 69; κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς, Il. 16, 344; ὀφθαλμοὶ δ' ὡςεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος, Od. 19, 211; auch ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν, u. ἐν ὀφθαλμοῖς, Hom.; ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ἐλθέμεν, Il. 24, 520, wie auch wir sagen: vor die Augen kommen, vor sein Angesicht; ὄφρ' ἤτοι τοῦτον ἐπιφλέγῃ ἀκάματον πῦρ θᾶσσον ἀπ' ὀφθαλμῶν, 23, 53; u. so ἀπ' ὀφθαλμῶν γενέσθαι, aus den Augen kommen, wie γίγνεσθαί τινι ἐξ ὀφθαλμῶν, Her. 5, 106, Xen. Hier. 6, 13; τὠφθαλμὼ παραβάλλων, Plat. Conv. 221 b; τὸ δὲ δεῖξαι λέγω εἰς τὴν τῶν ὀφθαλμῶν αἴσθησιν καταστῆσαι, Crat. 430 e; er verbindet τὰ παρὰ ποδὸς καὶ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς, das was vor Augen offen daliegt, Theaet. 174 c; κατ' ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί, Einem ins Gesicht Etwas sagen, Ar. Ran. 626, wie τυράννου κατ' ὀφθαλμοὺς κατηγορεῖν, Xen. Hier. 1, 14; ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχειν τινά, Jem. in den Augen behalten, nicht aus den Augen lassen, An. 4, 5, 29; πρὸ ὀφθαλμῶν λαμβάνειν τι, τιθέναι τί τινι, Pol. 2, 35, 8. 3, 108, 1. – Uebertr., αἰθέρος ὀφθαλμός, von der Sonne u. dem Monde, poet. bei Suid.; ὅλον ἑσπέρας ὀφθαλμόν, Pind. Ol. 3, 21; νυκτός, Aesch. Spt. 372; auch ὀφθαλμὸν οἴκων, Ch. 922; auch übh. das Köstlichste, Beste, Σικελίας, Pind. Ol. 2, 11; στρατιᾶς, 6, 16; καὶ μὴν μέγας γ' ὀφθαλμός οἱ πατρὸς τάφος, Soph. O. R. 987; εἷς παῖς ὅδ' ἦν μοι λοιπὸς ὀφθαλμὸς βίου, Eur. Andr. 407; sp. D. – Bei den Persern heißen βασιλέως ὀφθαλμοί des Königs Räthe, durch welche er seine Unterthanen sah, Aesch. Pers. 941; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Xen. Cyr. 8, 2, 12; Plut. Artax. 12. – Beim Schiffe ist es nach Schol. Ar. a. a. O. κώπης τρῆμα, Ruderpforte; nach Poll. 1, 86 u. Att. Seew. II, 68. 75 ein runder Schild mit dem Namen des Schiffes am Vordertheile angebracht. – Auch die Knospen und Augen der Bäume und Pflanzen, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμός: -οῦ, ὁ, (√ΟΠ, ὅπωπα, ὀφθῆναι, ἴδε ἐν λ. ὄψ Β)· - ὁ ὀφθαλμὸς ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάτι», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ.· ὀφθαλμοὶ δ’ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν... ἀτρέμας ἐν βλεφάροισι Ὀδ. Τ. 211· παίειν τινὰ ἐς τὸν ὀφθ. Ἡρόδ. 9. 22· - ὁ πληθ. ἐξηκολούθησε νὰ εἶναι συνηθέστατος, ἀλλ’ ἀπαντᾷ καὶ ὁ δυϊκ., οἷον ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 363. - Ὁ πληθ. εἶναι ἐν χρήσει ἐν πολλαῖς φράσεσιν, οἷον, ἐλθεῖν ἐς ὀφθαλμούς τινος, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Ἰλ. Ω. 204· ὀφθαλμούς τινος εἰσιέναι αὐτόθι 463· - ὀφθαλμοῖσι ἰδεῖν, ὁρᾶν, κτλ., συχν. παρ’ Ὁμ. κτλ.· ἀλλά, ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶ, νοῶ, βλέπω ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, ὡς τὸ Λατ. in oculis, θαύμαζεν δ’ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα Ὀδ. Θ. 459· ὄφρα μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας Ἰλ. Ω. 312, κτλ.· ἔχω ἐν ὀφθ., ἔχω ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 29· τὰ ἐν ὀφθ., ὅ,τι εἶναι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Πλάτ. Θεαίτ. 174C· τὸ ἐν τοῖς ὀφθ. δὴ γελοῖον, τὸ προφανῶς γελοῖον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 452D οὕτω, ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 213Α· πρὸ τῶν ὀφθ. Αἰσχίν. 47. 41· ἐπ’ ὀφθαλμῶν Λουκ. Τόξ. 20· - γίνεσθαί τινι ἐξ ὀφθαλμῶν, ἀπέρχεσθαι ἀπ’ ἔμπροσθέν τινος, Ἡρόδ. 5. 106· ἐξ ὀφθ. ἀποπέμπειν ὁ αὐτ. 1. 120· ἐξ ὀφθ. ποιεῖν Ἀλκίφρων 3. 20· - κατ’ ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί, κατὰ πρόσωπον, ἀντίθετον τῷ εἰς οὖς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 626· κατ’ ὀφθαλμοὺς κατηγορεῖν τινος, κατηγορεῖν κατὰ πρόσωπον, φανερῶς, Ξεν. Ἱέρ. 1. 14· - ἧτο σύνηθες ὡς καὶ νῦν ἔτι ἐν τῇ Μεσογείῳ νὰ ζωγραφῶσιν ὀφθαλμοὺς εἰς τὰς πρῴρας τῶν πλοίων, βλοσυροῖς κατὰ πρῷραν ὀφθαλμοῖς οἷον βλέπει Φιλόστρ. 792, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 86· ὅθεν τὸ σκῶμα ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - πρβλ. ἐκκόπτω. ΙΙ. καθ’ ἑνικ., ὁ ὀφθαλμός, ἐπὶ τοῦ κυριαρχοῦντος ἢ κυβερνῶντος ἢ ἐπὶ τοῦ δεσπότου, πάντα ταῦτα Διὸς ὀφθ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 265· ἔστιν Δίκης ὀφθ. ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ Μενάνδ. Μονόστιχα 179· δεσπότου ὀφθ. Ξεν. Οἰκ. 12, 20 - οὕτως ὁ βασιλεὺς καλεῖται, ὀθφ. οἴκων, Αἰσχύλ Χο. 934, πρβλ. Πέρσ. 169· καὶ ἐν Περσίᾳ ὀφθαλμοὶ βασιλέως, ἦσαν ἔμπιστοι κατάσκοποι τοῦ βασιλέως, δι’ ὧν ἔβλεπε τὰ γινόμενα ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώραν ἧς ἦρχεν, Ἡρόδ. 1. 114, 100, Ἀριστοφ. Ἀχ. 92, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 κέξ., Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 12, ἴδε Stanl. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 980, Φίλων 1. 642, πρβλ. οὗς ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Σινικῆς Κυβερνήσεως τοῦ 1834 ὁ ἐκεῖ ἀπεσταλμένος ἐπόπτης τῆς Μ. Βρεττανίας ἐκαλεῖτο: «βάρβαρος ὀφθαλμός». ΙΙΙ. ἑσπέρας ὀφθ., νυκτὸς ὀφθ., ἐπὶ τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 36, Αἰσχύλ. Θήβ. 390· πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ (386), καὶ ἴδε ὄμμα ΙΙΙ. ΙV. τὸ ἀγαπητότατον καὶ ἄριστον πρᾶγμα, ὡς ὁ ὀφθαλμὸς εἶναι τὸ πολυτιμότατον μέρος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος· ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀφθαλμὸς Σικελίας, στρατιᾶς (ὡς παρὰ Κατούλλῳ, insularum ocellus), Πινδ. Ο. 2. 18., 6. 27· ὡσαύτως, φῶς, χαρά, παρηγορία, μέγας γ’ ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι Σοφ. Ο. Τ. 987, πρβλ. Εὐριπ. Ἀνδρ. 406, καὶ ἴδε ὄμμα IV, 2. V. ὁ ὀφθαλμός, «’μμάτι», «μπουμποῦκι» δένδρου ἢ φυτοῦ. Ἴων 1. 6, Ξεν. Οἰκ. 19, 10, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, κτλ. VI εἶδος ἰχθύος, Ὀρειβάσ. σ. 42 Mai. VII. χειρουργικός τις ἐπίδεσμος οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Λατ. monoculus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. VIII. πηγὴ ὕδατος, Βυζ. - Περὶ τῶν ἐκ τοῦ ὀφθαλμὸς συνθέτων ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 494 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. œil : ὀφθαλμοῖσιν ou ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν IL voir de ses yeux, avoir sous les yeux ; τινος ἐς ὀφθαλμοὺς ἔρχεσθαι IL venir ou se mettre sous les yeux de qqn ; γενέσθαι τινὶ ἐξ ὀφθαλμῶν HDT s’éloigner de la vue de qqn ; fig. en parl. d’une personne chère, d’une chose précieuse δεσπότου ὀφθαλμός XÉN l’œil du maître ; βασιλέως ὀφθαλμός HDT, ESCHL, οἱ ὀφθαλμοί XÉN l’œil du grand-roi, les yeux du grand-roi en parl. des inspecteurs qu’il envoyait dans les provinces ; cf. οὖς;
II. p. anal. 1 en parl. de la lune;
2 œil ou bourgeon de certaines plantes.
Étymologie: R. Ὀπ, voir ; cf. ὄψομαι, ὄσσε, lat. oculus.

English (Autenrieth)

(root ὀπ, cf. oculus): eye; freq., (ἐν) ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι, ‘see with one's eyes’; ἐς ὀφθαλμοὺς ἐλθεῖν, ‘into one's sight,’ Il. 24.204.