πρόσχημα: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on porte étalé sur soi, appareil extérieur, pompe, magnificence ; <i>fig.</i> [[πρόσχημα]] Ἑλλάδος SOPH l’ornement des jeux publics de la Grèce ; Ἰωνίης HDT (la ville de Milet) ornement de l’Ionie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte, raison spécieuse ; [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαι [[ὡς]] avec l’ind. HDT <i>ou</i> ποιεῖσθαι avec l’inf. THC prendre <i>ou</i> donner pour prétexte que ; <i>abs.</i> [[πρόσχημα]] HDT en apparence.<br />'''Étymologie:''' [[προέχω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on porte étalé sur soi, appareil extérieur, pompe, magnificence ; <i>fig.</i> [[πρόσχημα]] Ἑλλάδος SOPH l’ornement des jeux publics de la Grèce ; Ἰωνίης HDT (la ville de Milet) ornement de l’Ionie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte, raison spécieuse ; [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαι [[ὡς]] avec l’ind. HDT <i>ou</i> ποιεῖσθαι avec l’inf. THC prendre <i>ou</i> donner pour prétexte que ; <i>abs.</i> [[πρόσχημα]] HDT en apparence.<br />'''Étymologie:''' [[προέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[προέχω]]<br />[[πρόφαση]], [[δικαιολογία]] (α. «με [[πρόσχημα]] την [[ανεργία]] κλέβει [[συνεχώς]]» β. «[[πατήρ]]... σοὶ πρόσχημ' ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τηρώ]] τα προσχήματα» ή «[[κρατώ]] τα προσχήματα» — [[υποκρίνομαι]] με πειστικό τρόπο, [[φροντίζω]] να μην αποκαλύπτονται οι σκοποί μου<br />β) «[[αφήνω]] τα προσχήματα» — [[μιλώ]] και [[ενεργώ]] απροκάλυπτα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που κρατείται [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[προκάλυμμα]] («τὸ δὲ σῶφρον τοῡ ἀνάνδρου [[πρόσχημα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόλογος]] («[[πρόσχημα]] δὲ μοι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[Μίλητος]]... τῆς Ἰωνίης ἦν [[πρόσχημα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (εσφ. ανάγν. στον Ιπποκρ.) εξωτερική όψη ή [[κατάσταση]]<br /><b>4.</b> μοναχικό [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> (η αιτ. απολ.) με [[πρόφαση]], ψεύτικα («εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες [[πρόσχημα]] ἡμέας ἐξαιτέονται», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (προέχω)
A that which is held before: hence, I that which is held before to cover, screen, cloak, τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου π. Th.3.82; pretence, pretext, πατὴρ . . σοὶ π. ἀεί, ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν S. El.525; τοῦτο π. ποιούμενος Lys.6.37; also π. τοῦ λόγου in the same sense, Hdt.4.167, cf. 6.133: c. gen., αὗται [αἱ πόλεις] π. ἦσαν τοῦ στόλου ib.44; Φίλιππος γίγνεται π. τοῦ πολέμου Plb.11.5.4; τῷ τῆς τέχνης π. on the ground of... D.5.6; π. ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει making a pretence or show of marching against Athens, Hdt.7.157: c. inf., π. ποιούμενοι τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης μὴ προδώσειν pretend that they will not... Th.5.30; π. ἦν ἀμύνεσθαι Id.1.96; also π. ποιεῖσθαι or ποιήσασθαί τι to put forward as a screen or disguise, Pl.Prt.316d, 316e, cf. 317a: πρόσχημα, as acc. abs., by way of pretext, Hdt.9.87; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστή full of fair words and appearances, Pl.R.495d. 2 preface, π. καὶ ἀρχὴ τοῦ λόγου Id.Hp.Ma.286a. II ornament, τῆς Ἰωνίης π., of Miletus, Hdt.5.28, cf. Plb.3.15.3; τῆς Ἑλλάδος Str.10.2.3, cf. 11.11.1, Plu.Alex.17; τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος π. ἀγῶνος, of the Pythian games, S.El.682; μετὰ προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως with a dignity, D.18.178; τὸ τοῦ γένους π. the nobility of his birth, OGI470.23 (i B.C./i A.D.); Ἀχιλλέα τιν' ἢ Νιόβην... π. τῆς τραγῳδίας the pomp or show of tragedy, Ar.Ra.913; Δαρείου τὸ π. his pomp, Arist.Mu.398a12; of a person, π. ἑαυτῆς (sc. τῆς πόλεως) IG 12(7).395.17 (Amorgos). 2 outward appearance of a wound, f.l. in Hp. Ulc.24; aspect, τῆς ὅλης θεουργίας διττόν ἐστι π., τὸ ἱερατικὸν τῶν θεῶν π., Iamb.Myst.4.2. 3 costume, uniform, PMasp.334.12, PFlor.288.9 (both vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 789] τό, das, was man vorhält, das Vorgehaltene; – a) das zum Schmuck Dienende, Zierde, Pracht, wie Soph. die pythischen Kampfspiele πρόσχημα Ἑκλάδος nennt, El. 672, u. Her. 5, 28 πρόσχημα Ἰωνίης von Milet sagt; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, Plat. Rep. VI, 495 c; ὡς ἐπὶ προσχήματός τινος οὖσα, Dem. 59, 41; öfter bei Pol., τῆς οἰκίας, ἀρχῆς, 5, 10, 1. 6, 33, 12; εἰς βασιλικὸν ἦλθε πρόσχημα, D. Sic. 2, 6. – b) Vorwand, Beschönigung, Deckmantel; οὐδὲν ἄλλο σοι πρόσχημ' ἀεί, Soph. El. 515; πρόσχημα ποιεῖσθαι, Her. öfter; αὗταί σφι πρόσχημα ἔσαν τοῦ στόλου, 6, 44; λόγου, 6, 133; auch πρόσχημα ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει, 7, 157, indem er sich stellte, als wollte er gegen Athen ziehen (auch als absol. accus.), zum Vorwand, um einen Vorwand zu haben, 9, 871; Thuc. 5, 30; Lys. 6, 37; Plat. Prot. 316 d vrbdt πρόσχημα ποιεῖσθαι καὶ προκαλύπτεσθαι ποίησιν; vgl. 317 a; auch Einleitung, πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῦ λόγου, Hipp. mai. 286 a; ποιεῖσθαι, Lys. 6, 37; Φίλιππος ὄνομα καὶ πρόσχημα ἦν τοῦ πολέμου, Pol. 11, 6, 4; u. a. Sp. τό, das, was man vorhält, das Vorgehaltene; – a) das zum Schmuck Dienende, Zierde, Pracht, wie Soph. die pythischen Kampfspiele πρόσχημα Ἑλλάδος nennt, El. 672, u. Her. 5, 28 πρόσχημα Ἰωνίης von Milet sagt; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, Plat. Rep. VI, 495 c; ὡς ἐπὶ προσχήματός τινος οὖσα, Dem. 59, 41; öfter bei Pol., τῆς οἰκίας, ἀρχῆς, 5, 10, 1. 6, 33, 12; εἰς βασιλικὸν ἦλθε πρόσχημα, D. Sic. 2, 6. – b) Vorwand, Beschönigung, Deckmantel; οὐδὲν ἄλλο σοι πρόσχημ' ἀεί, Soph. El. 515; πρόσχημα ποιεῖσθαι, Her. öfter; αὗταί σφι πρόσχημα ἔσαν τοῦ στόλου, 6, 44; λόγου, 6, 133; auch πρόσχημα ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει, 7, 157, indem er sich stellte, als wollte er gegen Athen ziehen (auch als absol. accus.), zum Vorwand, um einen Vorwand zu haben, 9, 871; Thuc. 5, 30; Lys. 6, 37; Plat. Prot. 316 d vrbdt πρόσχημα ποιεῖσθαι καὶ προκαλύπ τεσθαι ποίησιν; vgl. 317 a; auch Einleitung, πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῦ λόγου, Hipp. mai. 286 a; ποιεῖσθαι, Lys. 6, 37; Φίλιππος ὄνομα καὶ πρόσχημα ἦν τοῦ πολέμου, Pol. 11, 6, 4; u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχημα: τό, (προέχω) τὸ κρατούμενον ἐμπρός τινος· ὅθεν: Ι. τὸ προβαλλόμενον ὡς κάλυμμα, προκάλυμμα, τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρ. Θουκ. 8. 82· ὡς καὶ νῦν, πρόφασις, ψευδὴς αἰτία, πατὴρ... σοὶ πρ. ἀεί, ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν Σοφ. Ἠλ. 525· τοῦτο πρ. ποιεῖσθαι Λυσί. 106. 25· ὡσαύτως, πρ. τοῦ λόγου, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἡρόδ. 4. 167, πρβλ. 6. 133· μετὰ γεν., αὗται [αἱ πόλεις] πρ. ἦσαν τοῦ στόλου αὐτόθι 44· Φίλιππος ἦν πρ. τοῦ πολέμου Πολύβ. 11. 6, 4· τῷ τῆς τέχνης πρ., ἐπὶ τῷ λόγῳ ἢ τῇ προφάσει τῆς..., Δημ. 58, 16· πρ. ποιεῖσθαι ὡς ἐπ’ Ἀθήνας ἐλαύνει Ἡρόδ. 7. 157· οὕτω μετ’ ἀπαρ., πρ. ποιούμενοι τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης μὴ προδώσειν, προφασιζόμενοι ὅτι δέν..., Θουκ. 5. 30· πρ. ἦν ἀμύνασθαι ὁ αὐτ. 1. 96· ὡσαύτως, πρ. ποιεῖσθαί τι Πλάτ. Πρωτ. 316D, E, πρβλ. 317Α· ― πρόσχημα, ὡς αἰτ. ἀπόλ., κατὰ πρόφασιν, ψευδῶς, Ἡρόδ. 9. 87· καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστὴ Πλάτ. Πολ. 495C. 2) προοίμιον, πρόλογος, πρ. καὶ ἀρχὴ τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 286Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσχημα· πρόφασις, ὑπόκρισις. προκάλυμμα». ― Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσχημα, παρακάλυμμα τοῦ ἤθους, πρόφασις». ΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς κόσμημα, κόσμημα, «στολίδι», ὡς ἡ Μίλητος καλεῖται πρ. τῆς Ἰωνίης, τὸ κύριον κόσμημα αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 28, πρβλ. Πολύβ. 3. 15, 3, Στράβ. 450, 516, Πλουτ. Ἀλέξ. 17· οἱ δὲ Πυθικοὶ ἀγῶνες, τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος πρ. ἀγῶνος Σοφ. Ἠλ. 682· μετὰ προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως, μετὰ ἀξιώματος, Δημ. 288. 2· Ἀχιλλέα τιν’ ἢ Νιόβην..., πρ. τῆς τραγῳδίας, ἡ πομπὴ ἢ ἐπίδειξις τῆς τραγῳδίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 913· Δαρείου πρ., ἡ πομπὴ αὐτοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8. 2) ἡ ἐξωτερικὴ ὄψις ἢ κατάστασις πληγῆς, Ἱππ. 881, ἐν τέλει. ΙΙΙ. ἔνδυμα, Καν. τῆς ἐν Χαλκ. Συνόδου 4· τὸ μοναχικὸν ἔνδυμα, Θεοδώρητ. IV, 1261A.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on porte étalé sur soi, appareil extérieur, pompe, magnificence ; fig. πρόσχημα Ἑλλάδος SOPH l’ornement des jeux publics de la Grèce ; Ἰωνίης HDT (la ville de Milet) ornement de l’Ionie;
2 fig. prétexte, raison spécieuse ; πρόσχημα ποιεῖσθαι ὡς avec l’ind. HDT ou ποιεῖσθαι avec l’inf. THC prendre ou donner pour prétexte que ; abs. πρόσχημα HDT en apparence.
Étymologie: προέχω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ προέχω
πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ' ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» — υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην αποκαλύπτονται οι σκοποί μου
β) «αφήνω τα προσχήματα» — μιλώ και ενεργώ απροκάλυπτα
μσν.-αρχ.
1. καθετί που κρατείται μπροστά από κάποιον ή από κάτι, προκάλυμμα («τὸ δὲ σῶφρον τοῡ ἀνάνδρου πρόσχημα», Θουκ.)
2. ένδυμα
αρχ.
1. πρόλογος («πρόσχημα δὲ μοι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῡ λόγου», Πλάτ.)
2. κόσμημα, στολίδι («Μίλητος... τῆς Ἰωνίης ἦν πρόσχημα», Ηρόδ.)
3. (εσφ. ανάγν. στον Ιπποκρ.) εξωτερική όψη ή κατάσταση
4. μοναχικό ένδυμα
5. (η αιτ. απολ.) με πρόφαση, ψεύτικα («εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες πρόσχημα ἡμέας ἐξαιτέονται», Ηρόδ.).