σφός: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(SL_2)
(40)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σφός]] = [[σφέτερος]], referring to [[subject]] of [[sentence]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν [[χάριν]] (P. 5.102)
|sltr=[[σφός]] = [[σφέτερος]], referring to [[subject]] of [[sentence]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν [[χάριν]] (P. 5.102)
}}
{{grml
|mltxt=σφή, σφόν, ΜΑ<br />(κτητ. αντων.) ([[πάντοτε]] για πολλούς κτήτορες) [[δικός]] τους, δική τους, δικό τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. σε ποιητές μτγν. του <b>Ομ.</b>) [[δικός]] τους, [[δικός]] της<br /><b>2.</b> [[δικός]] σου, σός<br /><b>3.</b> [[δικός]] μου, [[εμός]]<br /><b>4.</b> εσάς τών δύο, [[δικός]] σας, [[σφωΐτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Βλ. λ. [[σφεῖς]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφός Medium diacritics: σφός Low diacritics: σφος Capitals: ΣΦΟΣ
Transliteration A: sphós Transliteration B: sphos Transliteration C: sfos Beta Code: sfo/s

English (LSJ)

σφή, σφόν,

   A their, their own, belonging to them, Il.1.534, Sapph. 10, Pi.P.5.102, etc. (never in Att.).    2 in post-Hom. Poets also, his or her, his own or her own, Hes.Th.398, Alcm.56A, Thgn. 712, Call.Aet.Oxy.2080.75.    II = σός, Orph.L.168.    2 = ἐμός, CR11.136 (Phrygia, metr.).    3 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), v.l. in Il.11.142. (σφός is to σφε, σφέτερος as Ημός (ἁμός) to ἁμέ, ἡμέτερος.)

Greek (Liddell-Scott)

σφός: σφή, σφόν, = σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἰδικός του, ἰδικός της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ σφέτερος, ὡς τὸ ἡμὸς (ἀμὸς) πρὸς τὸ ἡμέτερος· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
leur, c. σφέτερος.
Étymologie: th. σφε- > σφέτερος.

English (Autenrieth)

(σφεῖς): their; always referring to a pl. subst., Od. 2.237, Il. 18.231.

English (Slater)

σφός = σφέτερος, referring to subject of sentence
   1 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν (P. 5.102)

Greek Monolingual

σφή, σφόν, ΜΑ
(κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους
αρχ.
1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. του Ομ.) δικός τους, δικός της
2. δικός σου, σός
3. δικός μου, εμός
4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. σφεῖς.