προσλαμβάνω: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(strοng) |
(T21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[πρός]] and [[λαμβάνω]]; to [[take]] to [[oneself]], i.e. [[use]] ([[food]]), [[lead]] ([[aside]]), [[admit]] (to [[friendship]] or [[hospitality]]): [[receive]], [[take]] ([[unto]]). | |strgr=from [[πρός]] and [[λαμβάνω]]; to [[take]] to [[oneself]], i.e. [[use]] ([[food]]), [[lead]] ([[aside]]), [[admit]] (to [[friendship]] or [[hospitality]]): [[receive]], [[take]] ([[unto]]). | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=2nd aorist infinitive προσλαβεῖν ( [[see]] [[below]]); [[middle]], [[present]] προσλαμβάνομαι; 2nd aorist προσελαβομην; from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; to [[take]] to, [[take]] in [[addition]] (cf. [[πρός]], IV:2); in the N. T. [[found]] [[only]] in the [[middle]], to [[take]] to [[oneself]] (cf. Buttmann, § 135,4): τινα (cf. Buttmann, 160f (140));<br /><b class="num">a.</b> to [[take]] as [[one]]'s [[companion]] (A. V. [[take]] [[one]] [[unto]] [[one]]): Revelation 18b. to [[take]] by the [[hand]] in [[order]] to [[lead]] [[aside]] (A. V. ([[simply]]) [[take]]): A. V.) [[receive]] [[into]] [[one]]'s [[home]], [[with]] the collateral [[idea]] of [[kindness]]: R G, to [[receive]], i. e. [[grant]] [[one]] [[access]] to [[one]]'s [[heart]]; to [[take]] [[into]] [[friendship]] and [[contact]]: προσλάβεσθαι (to [[have]] [[received]]) those whom, [[formerly]] estranged from [[them]], [[they]] [[have]] reunited to [[themselves]] by the blessings of the gospel, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 49,6 [ET],(cf. to [[take]] to [[oneself]], to [[take]]: [[μηδέν]] (A. V. [[hating]] taken [[nothing]]) i. e. no [[food]], τροφῆς (a [[portion]] of (A. V. ([[not]] R. V.) '[[some]]')) [[food]], cf. Buttmann, 160f (140), G L T Tr WH [[have]] restored μεταλαβεῖν (so R. V. (`to [[take]] [[some]] [[food]]')) for προσλαβεῖν). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:02, 28 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -λήψομαι X.An.7.3.13: aor. προσέλᾰβον Id.Mem.3.14.4: pf. -είληφα Id.An.7.6.32, Ion. -λελάβηκα Eus.Mynd. 51:—take or receive besides or in addition, get over and above, ἄρτον προσέλαβε (sc. τῷ ὄψῳ) X.Mem. l.c.; πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακά] A.Pr.323; τὸ ἀναίσχυντον τῇ συμφορᾷ E.IA1145; π. αἰσχύνην Th.5.111; ἐμπειρίαν Id.6.18; ὧν μάλιστα δεόμεθα And.3.23; δόξαν γελοίαν ἡμῖν X.Smp.4.8; ἄλλην εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις Id.An.7.6.32; μισθόν ib.7.3.13; λόγον τῇ ἀληθεῖ δόξῃ Pl.Tht.207c; δωρειάς D.19.147; παιδείαν Id.61.42; παιδεύματα [S.] Fr.1120.4; ἃ μὴ μεμάθηκας προσλάμβανε ταῖς ἐπιστήμαις Isoc.1.18; in tmesi, τοῦτο πρὸς ζητεῖς λαβεῖν Men.Epit.132; καιρούς Pl.Phdr.272a: abs., make gains, D.2.7; make progress, Lib. Or.54.16:—Pass., τὸ προσειλημμένον what has been gained, opp. τὸ ἀπολειπόμενον, Plu.2.77c. 2 take in, add an area to a building site, PCair.Zen.193.6 (iii B.C.):—Math., τὸ ποτιλαμβανόμενον or ποτιλᾱφθὲν χωρίον Archim.Spir.Praef.; προσλαβών, plus, opp. λιπών, minus, Apollon.Perg.Con.3.12. b προσλαβών, multiplied by . ., Archim.Sph.Cyl.2.8.2:—Pass., κοινοῦ -ληφθέντος λόγου if the ratio be multiplied into both, Papp.164.22. c in Music, ὁ προσλαμβανόμενος [τόνος] the added note at the bottom of the scale, Ph.1.111, Plu.2.1028f, etc. 3 c. acc. pers., take to oneself as one's helper or partner, κῆδος καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους S.OC378, cf. A. Pr.219, E.Med.885, Hipp.1011; ἱππέας καὶ πελταστάς X.Cyr.1.4.16; πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ' ἑκούσας Id.HG4.1.1; τινὰς τῶν πολιτῶν D. 15.14; τὸν δῆμον Arist.Pol.1312b17; π. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, by a second marriage, X.Lac.1.9: with a second acc., π. τινὰ σύμμαχον Id.An.7.6.27, cf. Lys.26.16:—Med., πόλεις προσλαβέσθαι Plb.1.37.5; μισθοφόρους Plu.Pel.27; π. τινὰ συνεργόν, κοινωνόν, PFay.12.10 (ii B.C.), PAmh.100.4 (ii/iii A.D.); of admitting into the army, π. τὸν . . μου ἀδελφὸν . . εἰς τὴν Δεξειλάου σημέαν UPZ14.21 (ii B.C.); προσλαβέσθαι γνώμην τινός get his vote besides, Plb.3.70.2:—Pass., -ληφθέντες εἰς τὴν κατοικίαν admitted, enrolled, PTeb.61 (a).2, cf.31,al. (ii B.C.). b Med., appropriate neighbouring land, π. τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ ψιλοὺς τόπους Sammelb.5954.5 (i A.D.), cf. BGU1060.17 (i B.C.). 4 in Logic, add by apposition, ὅρους Arist.APo.78a14, cf. Id.APr.58b27 (Pass.); assume as minor premiss, Stoic.2.85, Muson. Fr.1p.2H., Procl.in Prm.p.855S.; cf. πρόσληψις. 5 borrow, τι κερμάτιον Men.Her.32; ἡ σελήνη φέγγος ἴδιον οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ ἡλίου προσλαμβάνει Eudox.Ars 11.15. II take hold of, με π. κουφίσας S.Tr.1025 (lyr.); π. τὸν ἀγωγέα βραχύτερον shorten the rein, Stratt.52:—Med., take hold of, c. gen., Ar.Ach.1215 sq., Lys.202; μικρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι Pl.R.556e. 2 fasten, Hp. Art.78, Arist.PA670a14; καταδεῖν καὶ π. v.l. in Thphr.HP6.2.2:—Pass., δεσμοῖς π. Arist.PA654b27, cf. HA497a22; to be enveloped, Ruf.Anat.32. 3 lend a hand, help, X.An.2.3.11 and 12; π. τινί help, assist, IG12.374.54, cf. Ar.Pax 9 (Med.); τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν . . π. help you to find an answer, Pl.Lg.897d; οἱ ποταμοὶ π. τῇ θαλάττῃ co-operate with . ., Str.2.5.17, cf. 11.4.2, 13.1.1:—Med., προσελάβετο τοῦ πάθεος he was partly the author of what befell, cj. for -εβάλετο in Hdt.8.90:— Pass., π. ὑπό τινος to be aided by . ., Vett.Val.58.16. III προσείληφασιν have learnt, believe, ὅτι . .f.l. for προσυπ- in Dsc.2.141.
German (Pape)
[Seite 771] (s. λαμβάνω), 1) dazu nehmen, noch dazu nehmen od. bekommen, πρὸς τοῖς παροῦσι δ' ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις, Aesch. Prom. 321, vgl. 217; προσλαμβάνει κῆδός τε καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους, Soph. O. C. 379; τὸ ἀναίσχυντον προσλαβεῖν τῇ συμφορᾷ, Eur. I. A. 1145, u. öfter; αἰσχύνην προσλαβεῖν, Thuc. 5, 111; τὸ μὴ προσῆκον, Plat. Tim. 82 a; λόγον προσειληφέναι τῇ ἀληθεῖ δόξῃ, Theaet. 207 c; δόξαν ἑαυτῷ, sich einen Ruf noch dazu erwerben, Xen. Cyr. 4, 5, 24, vgl. Conv. 4, 8; πόλεις τὰς μὲν βίᾳ, τὰς δὲ ἑκούσας προσελάμβανε, Hell. 4, 1, 1; auch im med., für sich dazu nehmen, Plat. Rep. VIII, 556 e; προσλαβέσθαι πόλιν, einnehmen, Pol. 1, 37, 5 (vgl. Dem. τοὺς κρατουμένους τῷ πολέμῳ προσλαβεῖν, 10, 51); γνώμην τινός, 3, 70, 2, die Beistimmung Jemandes erlangen; οὐκ ἐν μικρῷ τι, nicht gering achten, 3, 9, 5. – 2) mit Hand anlegen, mit anfassen, helfen, beistehen; Ar. im med., προσλάβεσθε, Pax 9; διὸ καὶ ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν, Plat. Legg. X, 697 d; ταῖς ἀρεταῖς, zu den Vorzügen beitragen, Strab. 11, 4, 2, u. oft; ähnlich προσλαμβάνεσθαι πάθεος, mit beitragen zu einem Unglück, Her. 8, 90, wo Bekker προσεβάλετο lies't.
Greek (Liddell-Scott)
προσλαμβάνω: μέλλ. -ήψομαι, ἀόρ. προσέλᾰβον· πρκμ. -λελάβηκα Εὐστ. παρὰ Στοβ. 369. 54. Λαμβάνω προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, ὄψον ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακὰ] Αἰσχύλ. Πρ. 321· τὸ ἀναίσχυντον τῇ συμφορᾷ Εὐρ. Ι. Α. 1145· πρ. αἰσχύνην Θουκ. 5. 111, πρβλ. Ἀνδοκ. 26. 25· δόξαν γελοίαν ἑαυτῷ Ξεν. Συμπ. 4. 8· ἄλλην εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις ὁ αὐτ. ἐν Αν. 7. 6, 32· μισθὸν αὐτόθι 7. 3, 13· λόγον τῇ δόξῃ Πλάτ. Θεαίτ. 207C· δωρεὰς Δημ. 386, ἐν τέλει· παιδείαν ὁ αὐτ. 1413, ἐν τέλ.· πρ. τοὺς καιρούς, ὠφελοῦμαι ἐκ…, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· τὴν ἑκάστων ἄνοιαν Δημ. 20. 7· ― ἀπολ., προσκτῶμαι, προσλαμβάνειν δὲ δεῖ καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἕως ἂν ἐξῇ μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Μήδ. 988, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πολ. 556Ε. ― Παθ., προστίθεμαι εἴς τι, συνδέομαι στενῶς, προσάπτομαι, δεσμοῖς Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 9, 6, πρβλ. 3. 7, 9, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· τὸ προσειλημμένον, τὸ κτηθέν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀπολειπόμενον, Πλούτ. 2. 77C· ἀλλ’ ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ προσλαμβανόμενος [[[τόνος]]], ὁ τόνος ὁ βαρύτερος τῆς ὑπάτης, αὐτόθι, 1028F ἑξ.· ἴδε Chappell Anc. Mus. σελ. 97, 104. 2) μετ’ αἰτιατ. προσ., λαμβάνω μετ’ ἐμοῦ, λαμβάνω ὡς βοηθὸν ἢ ἑταῖρον, κῆδος καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους Σοφ. Ο. Κ. 378, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 217, Εὐρ. Μήδ. 885, Ἱππ. 1011· πρ. ἱππέας καὶ πελταστὰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ’ ἐκούσας Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 1· πρ. τινὰς τῶν πολιτῶν Δημ. 194. 13· τὸν δῆμον Ἀ:ριστ. Πολ. 5. 10, 32· πρ. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, ἐκ δευτέρου γάμου, Ξεν. Λακ. 1. 9· ― μετὰ δευτέρας αἰτ., πρ. τινὰ σύμμαχον ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 27, πρβλ. Λυσί. 176. 42· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσλαβέσθαι πόλιν Πολύβ. 1. 37, 5· μισθοφόρους Πλουτ. Πελοπ. 27· προσλαβέσθαι γνώμην τινὸς Πολύβ. 3. 70, 2. 3) ἐν τῇ λογικῇ, παραδέχομαι προσέτι, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 9 ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ, Προτ. 2. 6, 3, 7. 3. ΙΙ. ὡς τὸ συλλαμβάνω, «πιάνω», τινα, Σοφ. Τρ. 1024· στερεώνω, σφίγγω, καταδεῖν καὶ προσλαμβάνειν (ἔνθα νῦν περιλαμβάνειν) Θεοφρ. περὶ τὰ Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, ἐν τέλει· προσλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον, «τὸν τοῦ ἵππου ἱμάντα, ᾧ ἐφέλκεται καὶ ἐπάγεται» Α. Β. 22, 21, ποιήσας αὐτὸν βραχύτερον, Στράττις ἐν Χρυσίππῳ» 1· μεταφορ., διὸ δὴ καὶ ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν, νά με βοηθῄσητε πρὸς εὕρεσιν ἀποκρίσεως, Πλάτ. Νόμ. 897D· ― Μέσ., πιάνω, κρατῶ τινα ἔκ τινος μέρους, μετὰ γεν., λάβεσθε τοῦ σκέλους· παπαῖ, προσλάβεσθ’ ὦ φίλοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1215 κἑξ., Λυσ. 202, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 556Ε. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὁμοίως, πρ. τινος, λαμβάνω μέρος εἴς τι ἔργον, εἶμαι συνεργός, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11 καὶ 12· προσελάβετο τοῦ πάθεος, ἦτο ἐν μέρει συναίτιος τοῦ παθήματος, Ἡρόδ. 8. 90 (Βεκκῆρ. προσεβάλετο)· πρ. τινι, βοηθῶ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 9.
French (Bailly abrégé)
f. προσλήψομαι, ao.2 προσέλαβον, pf. προσείληφα;
I. prendre en outre : ὄψον XÉN un aliment (avec son pain) ; fig. αἰσχύνην αἰσχίω THC s’attirer une plus grande honte;
II. prendre en attirant à soi :
1 prendre avec soi, emmener avec soi, acc.;
2 attirer à soi, se concilier, acc. ; avec idée de violence soumettre, conquérir, acc.;
3 prendre sous sa protection, aider, assister, acc.;
Moy. προσλαμβάνομαι prendre une part de : τινος prendre part à une entreprise, s’y associer ; abs. venir en aide, assister.
Étymologie: πρός, λαμβάνω.
English (Strong)
from πρός and λαμβάνω; to take to oneself, i.e. use (food), lead (aside), admit (to friendship or hospitality): receive, take (unto).
English (Thayer)
2nd aorist infinitive προσλαβεῖν ( see below); middle, present προσλαμβάνομαι; 2nd aorist προσελαβομην; from Aeschylus and Herodotus down; to take to, take in addition (cf. πρός, IV:2); in the N. T. found only in the middle, to take to oneself (cf. Buttmann, § 135,4): τινα (cf. Buttmann, 160f (140));
a. to take as one's companion (A. V. take one unto one): Revelation 18b. to take by the hand in order to lead aside (A. V. (simply) take): A. V.) receive into one's home, with the collateral idea of kindness: R G, to receive, i. e. grant one access to one's heart; to take into friendship and contact: προσλάβεσθαι (to have received) those whom, formerly estranged from them, they have reunited to themselves by the blessings of the gospel, Clement of Rome, 1 Corinthians 49,6 [ET],(cf. to take to oneself, to take: μηδέν (A. V. hating taken nothing) i. e. no food, τροφῆς (a portion of (A. V. (not R. V.) 'some')) food, cf. Buttmann, 160f (140), G L T Tr WH have restored μεταλαβεῖν (so R. V. (`to take some food')) for προσλαβεῖν).