κατισχύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(T21)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[imperfect]] κατίσχυον; [[future]] κατισχύσω; 1st aorist subjunctive 2nd [[person]] plural κατισχύσητε (T Tr [[text]] WH); the Sept. [[mostly]] for חָזַק; [[among]] Greek writings [[especially]] by [[Polybius]], Diodorus, [[Dionysius]] [[Halicarnassus]]; [[properly]], to be [[strong]] to [[another]]'s [[detriment]], to [[prevail]] [[against]]; to be [[superior]] in [[strength]]; to [[overpower]]: followed by an infinitive, T Tr [[text]] WH ([[prevail]] (i. e. [[have]] [[full]] [[strength]]) to [[escape]] etc.); to [[overcome]], τίνος (to [[prevail]] (i. e. [[succeed]], [[accomplish]] [[one]]'s [[desire]]): Luke 23:23.
|txtha=[[imperfect]] κατίσχυον; [[future]] κατισχύσω; 1st aorist subjunctive 2nd [[person]] plural κατισχύσητε (T Tr [[text]] WH); the Sept. [[mostly]] for חָזַק; [[among]] Greek writings [[especially]] by [[Polybius]], Diodorus, [[Dionysius]] [[Halicarnassus]]; [[properly]], to be [[strong]] to [[another]]'s [[detriment]], to [[prevail]] [[against]]; to be [[superior]] in [[strength]]; to [[overpower]]: followed by an infinitive, T Tr [[text]] WH ([[prevail]] (i. e. [[have]] [[full]] [[strength]]) to [[escape]] etc.); to [[overcome]], τίνος (to [[prevail]] (i. e. [[succeed]], [[accomplish]] [[one]]'s [[desire]]): Luke 23:23.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατισχύω]])<br />[[καταβάλλω]] κάποιον με τη [[δύναμη]] μου, [[επικρατώ]], [[υπερισχύω]] («[[ὅταν]]... ἠ τῆς πείρας [[ἀκρίβεια]] κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων [[πιθανότητα]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατορθώνω]], [[καταφέρνω]]<br /><b>2.</b> έχω την απαιτούμενη [[δύναμη]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην πλήρη [[ακμή]] της δύναμής μου («ἐξ ὅτου [[νέας]] τροφῆς ἔληξε καὶ κατίσχυσεν [[δέμας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]], [[ενθαρρύνω]] («οὐδετέραν τῶν στάσεων κατισχύειν», Διον.Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχύω]] «[[είμαι]] [[δυνατός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχύω Medium diacritics: κατισχύω Low diacritics: κατισχύω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΥΩ
Transliteration A: katischýō Transliteration B: katischyō Transliteration C: katischyo Beta Code: katisxu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω Ev.Matt.16.18:—

   A overpower, prevail over, τινα Men.Epit.74, Aristeas 21, LXX 2 Ch.8.3, al.; ὅταν ἡ τῆς πείρας ἀκρίβεια -ισχύῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα D.S.1.39: also c. gen., LXX Je.15.18, Alex.Aphr.in Top.248.19; [τῆς ἐκκλησίας] Ev.Matt.l.c.; τινὸς σοφίᾳ Ael.NA5.19; Ἄρης κ. τῆς Σελήνης Vett. Val.104.10; γενναίας φύσεως Chor.in Rev.Phil.1.57:—Pass., to be worsted, ὑπ' ἔρωτος D.S.1.71; τῇ μάχῃ Id.17.45.    2 abs., have the upper hand, prevail, LXX Ex.17.11, al.; κ. τῷ πλήθει to be superior in... Plb.11.13.3; κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν Ev.Luc.23.23.    b to be prevalent, ὁρμαὶ καὶ ζῆλοι παρά τισι κ. Plb.3.4.6; κατισχυούσης τῆς θερμότητος Thphr. CP6.11.7; κατίσχυκεν ἡ φήμη παρὰ τοῖς πλείστοις Antig.Mir. 152.    II come to one's full strength, δέμας in body, S.OC346, cf. Phld.Rh.1.189 S.    III trans., strengthen, encourage, c. acc., LXX De.1.38, al.; τὰς χεῖράς τινων ib.1 Es.7.15; οὐδετέραν τῶν στάσεων D.H.6.65.

German (Pape)

[Seite 1402] zu Kräften kommen; κατίσχυσεν δέμας Soph. O. C. 347; Einem an Kraft überlegen sein, überwältigen, besiegen; absolut, neben ἐπικρατέω, Pol. 3, 4, 6; κατίσχοον καὶ τῷ πλήθει καὶ ταῖς εὐχειρίαις 11, 13, 3; κατίσχυον τὰ διαβούλια, sie drangen durch, 6, 51, 6; περί τινος 4, 31, 2; – τινὸς σοφίᾳ Ael. H. A. 5, 19; – τινά, Sp., wie D. Sic. 1, 39; στάσιν, verstärken, Dion. Hal. 6, 65; bes. LXX; – pass. besiegt werden, τῇ μάχῃ κατισχύεσθαι D. Sic. 17, 45; ὑπ' ἔρωτος 1, 71.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχύω: μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος καταβάλλω τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, ἰσχύω ἐναντίον τινός, ὑπερισχύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, ὑπερισχύω, Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι ἀνώτερος κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ θερμότης, ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ φήμη Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ σθένος, δέμας κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν ἰσχύω), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., ἐνισχύω, ἰσχὺν παρέχω, ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. ἰσχύω).

French (Bailly abrégé)

1 prendre de la force;
2 prévaloir, l’emporter : τινός τινι sur qqn en qch.
Étymologie: κατά, ἰσχύω.

English (Strong)

from κατά and ἰσχύω; to overpower: prevail (against).

English (Thayer)

imperfect κατίσχυον; future κατισχύσω; 1st aorist subjunctive 2nd person plural κατισχύσητε (T Tr text WH); the Sept. mostly for חָזַק; among Greek writings especially by Polybius, Diodorus, Dionysius Halicarnassus; properly, to be strong to another's detriment, to prevail against; to be superior in strength; to overpower: followed by an infinitive, T Tr text WH (prevail (i. e. have full strength) to escape etc.); to overcome, τίνος (to prevail (i. e. succeed, accomplish one's desire): Luke 23:23.

Greek Monolingual

(AM κατισχύω)
καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύωὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.)
μσν.
1. κατορθώνω, καταφέρνω
2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι
αρχ.
1. φθάνω στην πλήρη ακμή της δύναμής μου («ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε καὶ κατίσχυσεν δέμας», Σοφ.)
2. ενισχύω, ενδυναμώνω, ενθαρρύνω («οὐδετέραν τῶν στάσεων κατισχύειν», Διον.Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχύω «είμαι δυνατός»].